θα είναι από εδώ και πέρα το σπίτι μας.
Και θα ΄μαστε καλά εκεί.
Θύμησες φθινοπωρινές.
Σ' ακολουθώ με τα μάτια. Βγαίνεις στο κατάστρωμα. Στέκεσαι για λίγο ατενίζοντας τον ορίζοντα προσποιούμενος πως δε σ' ενοχλεί ο καυτός ήλιος. Δε σε κατηγορώ. Γυρνάς μετά από λίγο στη βαρετή παρέα που σε περιμένει στο εσωτερικό. Το βλέμμα σου περιφέρεται άσκοπα στα ενθουσιασμένα πρόσωπα που την απαρτίζουν. Μαζί τους σχεδίασες κάποιες μάλλον διεκπεραιωτικές διακοπές, γεμάτες χαλαρωτικές βόλτες κι ευσεβείς πόθους. Σκέφτεσαι πολύ, το μέγεθος της προσμονής δε μπορεί να κρυφτεί πίσω απ' τα μαύρα μοδάτα γυαλιά σου, γι' αυτό λοιπόν μην κάνεις τον κόπο. Ο Σ. δίπλα τραγουδάει χαμηλόφωνα και παραπονιάρικα -πάλι κάποιος ανόητος τον παρεξήγησε. Ο λυγμός στη φωνή του ταιριάζει απόλυτα στο συννεφιασμένο σου πρόσωπο. Μακάρι να μου έδειχνες τον τρόπο να σε πάρω από εκείνο τον τόπο. Εσύ που νοιάζεσαι για όλους και φορτώνεσαι τα βάρη τους. Στο μυαλό μου μεταμορφώνεσαι αυτομάτως σε υπερήρωα· όπως αυτοί οι παιδικοί μας, που πετάγονταν οπουδήποτε κάποιος τους είχε ανάγκη, επειδή κινδύνευε ή φοβόταν πως κινδύνευε· και την τελευταία στιγμή -σαν από θαύμα- τον έσωζαν, επιδεικνύοντας πρωτοφανή αυταπάρνηση και γενναιότητα, χαρακτηριστικά που ταιριάζουν μόνο σ' έναν ήρωα. Τώρα όμως είναι η ώρα της δικής σου σωτηρίας, που εξαρτάται από τ' αντανακλαστικά σου τη στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης. Ο κύκλος αρχίζει με ήπια ποτά στο μπαρ και ανύποπτα κοιτάγματα απ' τον καθρέφτη. Η υγρασία της βραδιάς μόνο απαρατήρητη δεν περνάει. Αυτή την υγρασία σου μεταφέρω όταν σε τρακάρω το επόμενο πρωί. Κι εσύ να κουβαλάς στο βλέμμα μια έκφραση αμηχανίας, που τώρα όμως δεν είναι ενοχλητική κι ανοίκεια, αλλά δεμένη με τη σκληρή ομορφιά της συνειδητοποίησης, την επίγνωση της επιλογής, την ανυπομονησία του επερχόμενου. Μα κάτι ακόμα σε κατατρύχει. Είσαι μαζί τους, αλλά δεν είσαι κι εκεί. Χαμογελάς με τα αστεία τους, μα δεν έχεις ακούσει λέξη. Φοράς καλοκαιρινά κι όμως νιώθεις περισσότερη ψύχρα κι από Γενάρη μήνα. Το μυαλό σου μοιάζει να 'ναι βυθισμένο σε αλλόκοτες σκέψεις, απ' αυτές που ξόρκιζες προτού ακόμη γεννηθείς. Κι όμως, αισθάνεσαι το δέρμα ν' αλλάζει. Κι εκείνο το μακό που πριν λίγο καιρό σε φόραγε, αναδεικνύει πια τον νέο σου εαυτό: ειλικρινής, δυνατός και θαρραλέος, γεμάτος περηφάνια κι αυτοπεποίθηση, πανέτοιμος να δώσεις οποιαδήποτε μάχη χρειαστεί. Όπως κάνει άλλωστε κάθε ήρωας.
..κι έτσι έγινε/
Ήρθες πάνω στην ώρα/
Συμπαντική συνέπεια το λένε οι σοφοί/
Ανάμεσα στις δροσερές πόες και τα γιγαντιαία παράθυρα/
εσύ κι εγώ/
η ηλίθια αδιακρισία μου κι η χαριτωμένη σου ευγένεια/
Έξω η ενήλικη ζωή/
κι εμείς παιδάκια απομαγεμένα απ' τη νυχτερινή μυσταγωγία και τα σκορπισμένα -τριγύρω- ροδοπέταλα/
Κι από τότε θέλω να 'μαι κοντά σου/
να σου μιλώ ακατάπαυστα/
να παρακολουθώ τις ανάσες σου/
να σου χαζογελάω/
και να μη φτάσουμε ποτέ στο σταθμό/
Μα σου δηλώνω ότι σε εμάς θα υπάρχει μετά/
Κοιτάζω την άσφαλτο να λιώνει στα πολύχρωμα φώτα αυτής της άχαρης πόλης/
που διασχίζουμε λαχταρώντας να περάσουμε απέναντι/
περιμένοντας στα φανάρια που είναι σπάνια πράσινα/
τις περισσότερες φορές πορτοκαλί/
το αντιερωτικό πορτοκαλί/
Αν θες γίνε κομμάτι μου/
θέλω να θες/
γιατί σ' άγγιξα κι έτσι μ' άφησα να σ' αγαπήσω/
Κι είμαι ανήσυχος, μα δε φοβάμαι/
γιατί δεν είναι ψέμα/
Σε θέλω/
Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο μικραίνω.