Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Μη μ' αφήσεις ποτέ



Είχαν ραντεβού στη στάση. Απόψε θα πήγαιναν σινεμά. Τον κράταγε σφιχτά και δεν ήθελε κάτι άλλο απ' τη ζωή. Τα αποτροπιαστικά βλέμματα του καθημερινού όχλου περίμεναν εκείνη τη στιγμή για να διαλυθούν μονομιάς. Κάποια φωνή ακούστηκε απ' το ανώνυμο πλήθος πίσω τους, μα ούτε που έδωσε σημασία γιατί ήταν επιτέλους μαζί του. Γιατί μαζί του έχει πια η ζωή σημασία. Κι εκείνος κοιτώντας την, καταλαβαίνει πως είναι να μη φοβάσαι να πολεμήσεις για έναν αγώνα που, ίσως δεν ξέρεις αν θα κερδίσεις, μα ξέρεις ότι αληθινά αξίζει. Και εκείνη δε φεύγει ούτε από ανασφάλεια, ούτε από συνήθεια. Μένει, γιατί αυτός ο απλός άνθρωπος με τις ντροπαλές, αδέξιες κινήσεις, ο ένας από τους πολλούς που την προσπέρναγαν στο δρόμο, την έκανε να νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή της ότι αντέχει. Να πηγαίνει σινεμά κρατώντας το χέρι κάποιου και να γέρνει το κεφάλι στον ώμο του, για να το ανακουφίσει από την αθλιότητα του κόσμου. Και κάπου εκεί, στα ξαφνικά, όλα γύρω να παγώνουν και να επικρατεί μια μαγευτική εξωπραγματική ηρεμία που αρχίζει και τελειώνει όποτε εκείνοι επιθυμούν. Κι ύστερα να μεταφέρονται κι οι δυο τους σε μιαν άλλη διάσταση. Ήταν στο πρώτο τους ραντεβού, όταν της το πρωτοείπε. Εκείνος ήξερε πως τα λόγια του ήταν τόσο αληθινά όσο ο αέρας που ανέπνεε, μα εκείνη φάνηκε να το πήρε για πλάκα. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Κι όμως ήταν έκεινη που ήθελε να του το δηλώσει πρώτη. Γιατί ήταν έτοιμη. Και παρότι τον έβλεπε που έδειχνε να το εννοεί κάτι βαθιά μέσα της την εμπόδιζε, γιατί δεν πίστευε πως θα υπάρξει ποτέ κάποιος που δε θ' άντεχε στην ιδέα να την αποχωριστεί. Ειδικά αυτό το πρόσωπο που είχε έρθει φορτωμένο με τόσες προσδοκίες. Μετά από λίγο αναδύθηκε αυθόρμητα κι απ' το δικό της στόμα. Ήταν αστείο, ακριβώς επειδή κανείς τους δεν το περίμενε. Από τότε, συχνά-πυκνά, όποτε νιώθει ότι χρειάζεται λίγο παραπάνω κουράγιο για να συνεχίσει, του το υπενθυμίζει με μια τρυφερή  ματιά: "Μη μ' αφήσεις ποτέ".

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ημερολόγια



Ησυχία. Σταγόνες καλοκαιρινές στην προβλήτα. Το ραδιόφωνο καλωσορίζει έναν νέο έρωτα -μια καινούρια εμμονή. Το ακούω ολοκάθαρα. Κάποιος αφιερώνει και κάποιος άλλος χιλιόμετρα μακριά λιώνει το φεγγάρι στην πυρακτωμένη του γλώσσα. Σβήνω μέσα σου. Το τραβάει άλλωστε η βραδιά. Τα νερά που κοχλάζουν στο ωκεάνιο καζάνι της προσμονής περιμένουν μιαν ευχή, την οποία θα αναιρέσει λίγο αργότερα η ίδια η ζωή. Βλέπω τα μονίμως ενοχικά φώτα να καθρεφτίζονται πάνω τους και να με μπερδεύουν. Γιατί όλα να είναι τόσο δύσκολα; Αναζητώ τον επόμενο κρίκο της αλυσίδας -κι όμως δε θέλω να τον αντιμετωπίσω ακόμα. Μου αρκεί η καταβύθιση. Ξέρεις, έχω πολύ μεγάλες προσδοκίες από σένα. Σου το 'χα ψιθυρίσει ενώ βλέπαμε το έργο. Θυμάσαι; Είναι εννέα και οκτώ. Υπάρχεις μόνο εσύ και η αναζήτηση του προσώπου σου. Που το βλέπω παντού και πουθενά. Οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μου μάλλον και δε με παίρνει να ρισκάρω. Το βλέπω από τα γράμματα που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Κοιτάζωντας τον ορίζοντα όλα πάνω του μοιάζουν συμμετρικά. Η αναμμένη ζωή μας περιμένει. Αρκεί να διασχίσουμε αυτή την απόσταση. Και να περάσουμε Απέναντι. 

Δε χρειάζεται να λυπάσαι, ούτε να αναρωτιέσαι. Όλα είναι εφηβικοί δονκιχωτισμοί. Η νύχτα αινιγματική -το ίδιο κι εσύ. Δε θέλω να σε ακολουθήσω, θέλω να σε μάθω. Δε θέλω να είσαι πράξη, αλλά μυθιστόρημα. Αν δεν υπήρχες δε θα πονούσε τόσο η απουσία σου. Άλλο ένα τενεκεδένιο φωτάκι μπαίνει στη θέση του, σα μικρός προβολέας που υπολογίζει την κάθε μας κίνηση. Σιγά-σιγά καταλαβαίνω ότι μοιάζεις με φάρο, έτσι όπως στέκεσαι στην άκρη και το βλέμμα σου, που ταυτίζω πια με το βαθύ σκοτάδι που μας περιβάλλει, διαπερνά τα σωθικά τόσο μοναδικά κι απόλυτα, χωρίς να ξεμακραίνει, χωρίς να βιάζεται. Μα το σώμα δεν παίρνει θέση. Ατσάλινη καρδιά μου, δεν αξίζεις τίποτα. Θα το καταλάβεις χρόνια αργότερα. Προς το παρόν μάζεψε όσες περισσότερες τραγικές εμπειρίες μπορείς. Για να 'χεις να τραγουδάς στις καλοκαιρινές παραλίες και να απλώνεις με τον ήχο της κιθάρας σου τα αιωνίως ανείπωτα.