Είχαν ραντεβού στη στάση. Απόψε θα πήγαιναν σινεμά. Τον κράταγε σφιχτά και δεν ήθελε κάτι άλλο απ' τη ζωή. Τα αποτροπιαστικά βλέμματα του καθημερινού όχλου περίμεναν εκείνη τη στιγμή για να διαλυθούν μονομιάς. Κάποια φωνή ακούστηκε απ' το ανώνυμο πλήθος πίσω τους, μα ούτε που έδωσε σημασία γιατί ήταν επιτέλους μαζί του. Γιατί μαζί του έχει πια η ζωή σημασία. Κι εκείνος κοιτώντας την, καταλαβαίνει πως είναι να μη φοβάσαι να πολεμήσεις για έναν αγώνα που, ίσως δεν ξέρεις αν θα κερδίσεις, μα ξέρεις ότι αληθινά αξίζει. Και εκείνη δε φεύγει ούτε από ανασφάλεια, ούτε από συνήθεια. Μένει, γιατί αυτός ο απλός άνθρωπος με τις ντροπαλές, αδέξιες κινήσεις, ο ένας από τους πολλούς που την προσπερνούσαν στο δρόμο, την έκανε να νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή της ότι αντέχει. Να πηγαίνει σινεμά κρατώντας το χέρι κάποιου και να γέρνει το κεφάλι στον ώμο του, για να το ανακουφίσει από την αθλιότητα του κόσμου. Και κάπου εκεί, στα ξαφνικά, όλα γύρω να παγώνουν και να επικρατεί μια μαγευτική εξωπραγματική ηρεμία που αρχίζει και τελειώνει όποτε εκείνοι επιθυμούν. Κι ύστερα να μεταφέρονται κι οι δυο τους σε μιαν άλλη διάσταση. Ήταν στο πρώτο τους ραντεβού, όταν της το πρωτοείπε. Εκείνος ήξερε πως τα λόγια του ήταν τόσο αληθινά όσο ο αέρας που ανέπνεε, μα εκείνη φάνηκε να το πήρε για πλάκα. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Κι όμως ήταν έκεινη που ήθελε να του το δηλώσει πρώτη. Γιατί ήταν έτοιμη. Και παρότι τον έβλεπε που έδειχνε να το εννοεί κάτι βαθιά μέσα της την εμπόδιζε, γιατί δεν πίστευε πως θα υπάρξει ποτέ κάποιος που δε θ' άντεχε στην ιδέα να την αποχωριστεί. Ειδικά αυτό το πρόσωπο που είχε έρθει φορτωμένο με τόσες προσδοκίες. Μετά από λίγο αναδύθηκε αυθόρμητα κι απ' το δικό της στόμα. Ήταν αστείο, ακριβώς επειδή κανείς τους δεν το περίμενε. Από τότε, συχνά-πυκνά, όποτε νιώθει ότι χρειάζεται λίγο παραπάνω κουράγιο για να συνεχίσει, του το υπενθυμίζει με μια τρυφερή ματιά: "Μη μ' αφήσεις ποτέ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου