Μυρίζουν πανέμορφα καθώς τα προσπερνάω, χαϊδεύω τον κορμό τους όσο μου επιτρέπει η απόστασή μας. Χάνομαι στις ρυτίδες τους καθώς τα φύλλα στροβιλίζονται και τα κλαδιά πετάγονται στο ύψος μου. Μ'αρέσει να τα παρατηρώ, αειθαλή κι αγέρωχα, γερμένα και μελαγχολικά, κεφάτα και περήφανα. Βελανιδιές, ιτιές, ελάτια, πλατάνια.
Ακούω ξεχασμένες μελωδίες απ'το κουφάρι τους. Τα χνούδια με παρασύρουν σε μια άκρατη ονειροπόληση και γίνονται ένα με τον άνεμο. Ονόματα χαραγμένα στο σώμα τους με πάνε χρόνια πίσω. Αναδρομώ τις μικρές στιγμές τους. Τα Μεγάλα Σάββατα με χαρτιά μελανωμένα και καφέδες της καταβύθισης. Διαθλάσεις πολλαπλών εαυτών σκαλισμένες σε παρθένο μάρμαρο. Εικόνες και ήχοι και μυστικά περάσματα. Υποσυνείδητες διαδρομές κρατώντας αναμμένη την ίδια φλόγα, το ίδιο κερί από τότε.
Πάντα τα χέρια αγγίζουν με χειρουργική προσοχή τα συρτάρια. Κάθε άγγιγμα και μια παγίδα, την αποφεύγω μονάχα αν βρω τη σωστή απάντηση, λίγο πριν ξαναθυμηθώ πως δεν υπάρχει σωστή απάντηση και λάθος, αφού όποια κι αν δώσω αρκεί. Τότε μόνο τα ανοίγω αργά και μεθοδικά, μ' ένα ελαφρύ - σχεδόν μεταφυσικό - τρέμουλο.
Δεν νίκησα, αλλά ούτε και νικήθηκα.