Χαμηλώνω το βλέμμα και παρατήρω το εισιτήριο, ζυγίζω την αξία της διαδρομής. Τον χωροχρόνο, τον προορισμό. Πάντα δεδομένη η αναχώρηση, πολλοί και διαφορετικοί οι προορισμοί. Οι αποσκευές κι αυτές αλλάζουν.
Ακούω τ´αυτοκίνητα να επιταχύνουν. Κάποιος βιάζεται. Ακούω εξατμίσεις, γέλια, γαβγίσματα. Ο άνθρωπος μπροστά μου περπατάει αργά, δεν τον νοιάζει να ανεβεί στο πρώτο σκαλί του βάθρου.
Θυμάμαι το προηγούμενο πρωΐ. Σε τράκαρα στο δρόμο. Δε σε είχα ξεχάσει. Πίνω ούζο και κερνάω στη λήθη αυτή τη νύχτα που βλέπω στη φωτογραφία.
Δε με γνωρίζεις καν. Όσο πιο πολύ με αγνοείς τόσο πιο κοντά σου έρχομαι. Πατάω το επόμενο πλακάκι του σπασμένου πεζοδρομίου και χαμογελάω. Μυρίζει ακόμα νυχτολούλουδο.