Τραβάω μια βελόνα απ'το δέντρο και τρυπάω το δάχτυλο. Βλέπω το αίμα να βγαίνει. Πεύκα και κυπαρίσσια ρίχνουν βαριά τη σκιά τους, αιωρούμενα πάνω απ'την καυτή άμμο, περιμένοντας ένα χέρι να τα χαιδέψει, να τα ξαναζωντανέψει. Ξαφνικά η πευκοβελόνα μακραίνει, γίνεται η αχτίδα μιας άλλης εποχής, πιο παλιάς κι αθώας. Με αλυσίδες χρυσές δένω αυτή η μνήμη στο αγαπημένο μου δέντρο, όπως δέναμε ξανά και ξανά την αλυσίδα που μας έβγαινε απ'το ποδήλατο. Κι άμα πέσω, τι θα πάθω, το πολύ-πολύ να πάρω απ'τα κύματα και να βάλω στην πληγή λίγο νερό. Αφού, έτσι κι αλλιώς στο μέσα σου σε στρέφουν τα κύματα της θάλασσας.
- Θα σε δω στα σκαλάκια
- Τα λέμε μετά. ("Σ'αγαπώ, θα σε σκέφτομαι, να προσέχεις")
Το κρουστό σώμα αντηχεί πρωτόγνωρους ήχους, υπόκωφους και μυστηριώδεις. Τους ακούμε με αγαλλίαση μα προσποιούμαστε πως δεν υπάρχουν. Βγάζω το κινητό, σου στέλνω κάτι που σου υπενθυμίζει ότι δε σε ξέχασα. Αστραφτερά χαμόγελα και χαλασμένα τηλέφωνα. Βλέμματα και εφηβικές απορίες. Αναρωτήσεις. Από τόλμη ή από ανασφάλεια; Η κλεψύδρα γεμίζει και αδειάζει. Και ξαναγεμίζει και ξαναδειάζει. Ραντεβού έξω απ'το σπίτι σου. Μέσα στο δικό μου. Στον κήπο, με τις πεταλούδες που πετάνε πάντα ελεύθερες, και μαζί τους κι εμείς να πετάμε στο πιο απίθανο μέρος του κόσμου, νοητά κι ανόητα. Να παρακολουθούμε τις ιστορίες τους χωρίς να πάρουμε ανάσα και τα ταξίδια τους να τα ονομάζουμε δικά μας. Γιατί όλα είναι πιθανά σήμερα.
Συχνά μας βλέπω στο πεζοδρόμιο πίσω απ'τον φράχτη, έξω απ'τα κάγκελα. Βολευόμασταν πάνω του όπως-όπως, παρατηρώντας τη μέρα να ιδρώνει και να γίνεται απόγευμα κι ύστερα νύχτα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις ριπές του ανέμου που ανέβαζε τη σκόνη ως τα βλέφαρά μας, βλέπαμε πιο καθαρά την εικόνα μας: γλυκείς, αφελείς κι ερωτευμένοι. Εγωιστές, ευάλωτοι και ημιτελείς. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν καλά, γιατί ήμασταν άτρωτοι.
Για όλα αρκούσε μια φευγαλέα συννενόηση. Ανταλλαγές νευμάτων, λίγο πριν πετάξουμε την πετσέτα στο τσιμεντένιο πεζούλι και πέσουμε με φόρα στην σκούρα μα πάντα φιλόξενη θάλασσα. Λίγο μετά, το πρόγραμμα έχει μιλκσέικ στο γνωστό καφέ-μπαρ. Εκεί που τη μέρα γεμίζαμε ήλιο και το βράδυ παίρναμε αγκαλιά το εξομολογητικό φεγγάρι, που πάντα μας έδινε άφεση και, που από κάτω του αστράφταμε σα μαργαριτάρια και ευχόμασταν αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα.
Την επόμενη μέρα κατεβαίνουμε στην ξύλινη αποβάθρα. Απόψε έχει ένα γαμάτο πάρτι. Θα σε κοιτώ να λιώνεις και θα λιώνουμε μαζί. Λίγα καταλαβαίνω από όλα αυτά που γίνονται. Θέλω να μου τα εξηγήσεις. Το καλοκαίρι προχωράει. Και μαζί του παίρνει και τα δαχτυλίδια του Α. την τράπουλα της Μ., τα επιτραπέζια της Φ., τις ρακέτες του Γ., το γέλιο της Μ., τα τηλέφωνα της Ζ., τις στροφές του Γ. και του Γ.
Πολλές φορές, ανακαλύπτω αυτά που μέχρι τώρα θεωρούσα απάτητα. Γιατί είχα ξεχάσει ότι εγώ τα είχα εξερευνήσει. Με φακούς που το φως τους έφτανε μέχρι την άκρη του ορίζοντα. Οι ίδιοι τόποι εμφανίζονται ξαφνικά μόλις πατηθεί από κάπου αυτό το πανέμορφο κουμπί. Και τότε κοιτάζω πάλι τα ίδια μάτια, τριγυρίζω στα ίδια μέρη. Εκεί που κάποια χρόνια πριν κάποιοι έδιναν όρκους αφοσίωσης, καθισμένοι πάνω σε ένα μικρό βραχάκι που ίσα-ίσα τους χώραγε. Λίγο πιο πάνω απ΄την πλαγιά γεννιούνται ακόμα πολλές μικρές και μεγάλες αποφάσεις, γενναίες ή λιγότερο. Τουλάχιστον, η κάθε μια από αυτές δεν αργεί να καλωσορίσει την επόμενη.