Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Η Λίμνη

Στην αυγή της νέας χιλιετίας, ήσουν το χέρι στο προσκεφάλι μου, σε κοίταζα καθώς χάραζε. Μου έδινες το άρωμα απ'το στόμα σου κι ο αέρας απ'το μισάνοιχτο παράθυρο με έφερνε ξανά δίπλα σου, στη στάση του λεωφορείου που σιγόκαιγε ακόμα.

Στην αυγή της κάθε μέρας, περίμενα να σε ακολουθήσω ως εκεί που ήξερα ότι θα σ' έχανα. Εκεί έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν ότι σε ακουμπούσαν τα κόκκινα άνθη ενός πεπρωμένου πιο μακρινού από τα ίδια μάτια που έβλεπα να κοιτούν τον κόσμο με μια αλλιώτικη τρυφερότητα.

Στην αυγή του καθρεφτίσματος του προσώπου σου στο νερό, πήρα το στυλό και έγραφα την μια βιογραφία μετά την άλλη, όλες πάνω στο ίδιο τσαντάκι που χώραγε μόνο ό,τι έπρεπε για να μη χρειάζεται πια να πηγαίνω σπίτι. Συμπλήρωνα τα κενά με τα προμηνύματά σου, με τα χρώματα που με έβαφαν τα δάχτυλά σου. Ριγμένα χύμα κομμάτια από βλέμματα κι ανάσες που με ζέσταιναν τις μέρες που ξύπναγα χαράματα κι ήμουν γυμνός και γεμάτος αμφιβολίες.

Στην αυγή ενός λεπτού που καθόριζε τα απογεύματά μου, κατέληγα να περιμένω στην ουρά, στο ίδιο εστιατόριο, πάντα. Σε καμία ευκαιρία δεν της άξιζε να μένει ανεκμετάλλευτη. Ήθελα να τύχει να σε δω στο απέναντι τραπέζι και να μου παραχωρήσεις ένα κομμάτι σου, να αφήσεις στο δίσκο μου λίγη απ' την αθωότητά σου, τη στεναχώρια σου, την αυτοπεποίθησή σου, πριν χωριστούμε κι εσύ βουτήξεις πάλι στη γνώριμη ανυπαρξία σου κι ύστερα βγεις από 'κει για να μπεις στο αμάξι και χαθείς στη γραμμή των φώτων που ορίζουν τα δάκρυά μου.

Στην αυγή του φθινοπώρου που σταματάει πριν αρχίσει, στέκεσαι κάτω από την ίδια ιτιά, κάτω από το κλαίον μα γενναίο φως και ξέρω ότι με αναγνωρίζεις.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Ο Συντελεσμένος Χρόνος



Ζω με τον χρόνο που έχει τελειώσει, βαδίζω μαζί του και με παίρνει αγκαλιά, με κοιτάει με βλέμμα υπαινικτικό και μυστηριώδες, ξέρει ότι ξέρω αλλά δε βγάζει άχνα. Φτάνω κοντά στο κέντρο, επιχειρώ την επανασύνδεση, καθε φορά και μια μικρή επανάσταση. Ένα παρόν εγκιβωτισμένο στο παρελθόν, ένα παρόν μετέωρο ανάμεσα στα τραγανά ψήγματα του νερού που αναπνέω. Χαϊδεύω μια υπέροχη ανάμνηση καθώς τα πουλιά της νύχτας αλλάζουν νούμερο στη σκοπιά.

Τα όσα χρόνια ήταν ακόμα εκεί. Μου έκλειναν συνωμοτικά το μάτι πριν με πιάσουν απ'τoν ώμο -δε θυμάμαι καν αν αντιστάθηκα. Καθώς με άφηναν σε μιαν άκρη, δεν είχα συνείδηση, είχα όμως μια ακατανίκητη και συνάμα ακατανόητη επιθυμία να λυγίσω απ'το βάρος τους. Να πατήσω με γυμνά πόδια πάνω στα καυτά χαλικένια σκαλοπάτια που οδηγούν στην κορυφή της πυραμίδας, εκεί που δέσποζε ο ναός, από αυτούς που κάποτε έχτιζαν οι Βαβυλώνιοι κι οι Ασσύριοι για να βλέπουν πιο καθαρά το Θεό. Και τώρα στους πρόποδες του φτιάχνουμε εμείς με τα χέρια μας -ο ένας μετά τον άλλον- εναν καινούριο και λίγο πιο γερό. Εκεί που θα ιερουργεί για πάντα η νιότη. 

Μαζεύω τις σταγόνες απ' το παγωτό που νικήθηκε απ' τον ήλιο κι ακουμπάω στην αυτοσχέδια αυλή μου τ' όνειρο· ένα όνειρο που είναι μπερδεμένο με ένα ατέρμονο και κατακερματισμένο παρελθόν. Το φυτεύω, το ποτίζω, το βλέπω να μεγαλώνει, να αρρωσταίνει, το γιατρεύω, με γιατρεύει, μου ματώνει το δάχτυλο. Φυλάω τα νώτα μου καθώς προσπαθώ να μη γίνω κομμάτια. Κάτι με τραβάει, παρατηρώ ότι μπλέχτηκε στα συρματοπλέγματα η μπλούζα μου, την απελευθερώνω κι ελευθερώνομαι. Ανοίγω την εφημερίδα, με λούζει κρύος ιδρώτας. Έξω ακούγεται jazz· απαλή κι ειρηνική. Μέσα παίζουν συνθεσάιζερ και ιλουστρασιόν μπάσα. Εναλλασόμενα μοτίβα ταυτίζονται με την εναλλασόμενη μου διάθεση. 

Κάνω διαγαλαξιακά ταξίδια καθώς η φωνή σου με έναν αλύτρωτο λυγμό μου δηλώνει τα παράπονά σου. Νόμιζα πως τα είχα καταγράψει κι όμως έλεγα συνέχεια 'δεν πειράζει'. Τη φωνή σου συνοδεύει ένα βιολί που παίζει τέλεια κουρδισμένο, αλλά στο αυτί μου ο ήχος φτάνει ανυπόφορος. Θα βάλω λίγο τα ακουστικά κι όταν τα βγάλω θα παραμένει μόνο ένας ελαφρύς απόηχος. Χαλαρώνω τα φρένα, τραντάζομαι απ' τους κραδασμούς, μα αφήνομαι. Βουτάω στο γάλα μια μαντλέν, δοκιμάζω λίγο γλυκό βύσσινο και παγωμένη βανίλια, να 'χω τη γεύση τους συντροφιά στις υποβρύχιες αποστολές μου.

Τα φύλλα σπαρταρούν, γελούν το ένα με το άλλο, κυπαρρισιά και γκρίζα, κι άλλα στο χρώμα της άμμου, όλα μαζί και μέσα η καρδιά μου.

Το τραχύ νήμα απλώνεται και οι αναπολήσεις κρεμιούνται πάνω του. Σκοινί τεντωμένο, χρυσαφί και πανανθρώπινο. Αρπάζω το μαγιώ και βγαίνω γρήγορα απ'την πόρτα. Κλειδιά στο χέρι κι ένα ελαφρύ τίναγμα του κεφαλιού. Οι ζωγραφιές ατέλειωτες, τα χαρτιά επίσης, στυλό, βαρίδια κι εμμονές. Στο σακίδιο βαλμένα τακτικά. Κι ο χρόνος ακόμα εκεί.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ημερολόγια #4


 Ψωμί ωμό σε φέτες
Βούτυρο και μέλι

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

In mono


Είναι εννέα και κάτι

Απόψε σε θέλω πιο πολύ από ποτέ

Πιο πολύ απ' οτιδήποτε άλλο

Πίνω νερό απ'το ποτήρι σου και σκουπίζω το στόμα με τη μπλούζα 

 Καταπίνω τα χείλη σου

παίρνω τη γεύση τους

και βαδίζω στον Άδη

Η νύχτα είναι υγρή, στο δρόμο τα χρώματα ιδρώνουν

Σου πιάνω το χέρι 

κι αναρριχώμαι πάνω σου σαν κισσός

 Σε νιώθω, με νιώθεις

Είμαστε μέσα ο ένας στον άλλον

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Candy


Peter Hujar, Candy Darling on her Deathbed (1973)

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Η παρένθεση μιας Άνοιξης





Λυγίζω στα λόγια που κρύβω και ποτέ δε θα σου πω/

Σε κοιτάζω κι ονειρεύομαι τη ζωή μας/

Μέσα σου θέλω να κάνω ατέλειωτα ταξίδια/

Είναι λίγο πριν την ανέλπιστη Ανάσταση ενός πόθου/

Με καρφώνεις μ'αυτό το βλέμμα 
το συνωμοτικό κι ακατανόητο/

Κι όμως αυτά τα γαλάζια μάτια τα ξέρω πολύ καλά 
μα τα θάβω κάτω απ'την ένοχη σιωπή μου/

Αυτά τα μεταξένια μαλλιά τα μυρίζω, τα αγγίζω και γαληνεύω/

Μου μιλάς το βράδυ ψιθυριστά
κι είναι σαν να ακούω το μέλι να στάζει στον ωκεανό/

Η μπλούζα σου κάτασπρη, περιμένει την πρώτη αμαρτία/

Είμαι αιχμάλωτος ενός πολέμου 
που δεν κατάλαβα πότε ξεκίνησα/

Και το πρόσωπό σου 
ο τέλειος καμβάς για το έργο που θα φτιάξουμε μαζί/

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Οι Πευκοβελόνες


Τραβάω μια βελόνα απ'το δέντρο και τρυπάω το δάχτυλο. Βλέπω το αίμα να βγαίνει. Πεύκα και κυπαρίσσια ρίχνουν βαριά τη σκιά τους, αιωρούμενα πάνω απ'την καυτή άμμο, περιμένοντας ένα χέρι να τα χαιδέψει, να τα ξαναζωντανέψει. Ξαφνικά η πευκοβελόνα μακραίνει, γίνεται η αχτίδα μιας άλλης εποχής, πιο παλιάς κι αθώας. Με αλυσίδες χρυσές δένω αυτή η μνήμη στο αγαπημένο μου δέντρο, όπως δέναμε ξανά και ξανά την αλυσίδα που μας έβγαινε απ'το ποδήλατο. Κι άμα πέσω, τι θα πάθω, το πολύ-πολύ να πάρω απ'τα κύματα και να βάλω στην πληγή λίγο νερό. Αφού, έτσι κι αλλιώς στο μέσα σου σε στρέφουν τα κύματα της θάλασσας.

- Θα σε δω στα σκαλάκια

- Τα λέμε μετά. ("Σ'αγαπώ, θα σε σκέφτομαι, να προσέχεις")

Το κρουστό σώμα αντηχεί πρωτόγνωρους ήχους, υπόκωφους και μυστηριώδεις. Τους ακούμε με αγαλλίαση μα προσποιούμαστε πως δεν υπάρχουν. Βγάζω το κινητό, σου στέλνω κάτι που σου υπενθυμίζει ότι δε σε ξέχασα. Αστραφτερά χαμόγελα και χαλασμένα τηλέφωνα. Βλέμματα και εφηβικές απορίες. Αναρωτήσεις. Από τόλμη ή από ανασφάλεια; Η κλεψύδρα γεμίζει και αδειάζει. Και ξαναγεμίζει και ξαναδειάζει. Ραντεβού έξω απ'το σπίτι σου. Μέσα στο δικό μου. Στον κήπο, με τις πεταλούδες που πετάνε πάντα ελεύθερες, και μαζί τους κι εμείς να πετάμε στο πιο απίθανο μέρος του κόσμου, νοητά κι ανόητα. Να παρακολουθούμε τις ιστορίες τους χωρίς να πάρουμε ανάσα και τα ταξίδια τους να τα ονομάζουμε δικά μας. Γιατί όλα είναι πιθανά σήμερα.

Συχνά μας βλέπω στο πεζοδρόμιο πίσω απ'τον φράχτη, έξω απ'τα κάγκελα. Βολευόμασταν πάνω του όπως-όπως, παρατηρώντας τη μέρα να ιδρώνει και να γίνεται απόγευμα κι ύστερα νύχτα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις ριπές του ανέμου που ανέβαζε τη σκόνη ως τα βλέφαρά μας, βλέπαμε πιο καθαρά την εικόνα μας: γλυκείς, αφελείς κι ερωτευμένοι. Εγωιστές, ευάλωτοι και ημιτελείς. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν καλά, γιατί ήμασταν άτρωτοι.

Για όλα αρκούσε μια φευγαλέα συννενόηση. Ανταλλαγές νευμάτων, λίγο πριν πετάξουμε την πετσέτα στο τσιμεντένιο πεζούλι και πέσουμε με φόρα στην σκούρα μα πάντα φιλόξενη θάλασσα. Λίγο μετά, το πρόγραμμα έχει μιλκσέικ στο γνωστό καφέ-μπαρ. Εκεί που τη μέρα γεμίζαμε ήλιο και το βράδυ παίρναμε αγκαλιά το εξομολογητικό φεγγάρι, που πάντα μας έδινε άφεση και, που από κάτω του αστράφταμε σα μαργαριτάρια και ευχόμασταν αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα.

Την επόμενη μέρα κατεβαίνουμε στην ξύλινη αποβάθρα. Απόψε έχει ένα γαμάτο πάρτι. Θα σε κοιτώ να λιώνεις και θα λιώνουμε μαζί. Λίγα καταλαβαίνω από όλα αυτά που γίνονται. Θέλω να μου τα εξηγήσεις. Το καλοκαίρι προχωράει. Και μαζί του παίρνει και τα δαχτυλίδια του Α. την τράπουλα της Μ., τα επιτραπέζια της Φ., τις ρακέτες του Γ., το γέλιο της Μ., τα τηλέφωνα της Ζ., τις στροφές του Γ. και του Γ.

Πολλές φορές, ανακαλύπτω αυτά που μέχρι τώρα θεωρούσα απάτητα. Γιατί είχα ξεχάσει ότι εγώ τα είχα εξερευνήσει. Με φακούς που το φως τους έφτανε μέχρι την άκρη του ορίζοντα. Οι ίδιοι τόποι εμφανίζονται ξαφνικά μόλις πατηθεί από κάπου αυτό το πανέμορφο κουμπί. Και τότε κοιτάζω πάλι τα ίδια μάτια, τριγυρίζω στα ίδια μέρη. Εκεί που κάποια χρόνια πριν κάποιοι έδιναν όρκους αφοσίωσης, καθισμένοι πάνω σε ένα μικρό βραχάκι που ίσα-ίσα τους χώραγε. Λίγο πιο πάνω απ΄την πλαγιά γεννιούνται ακόμα πολλές μικρές και μεγάλες αποφάσεις, γενναίες ή λιγότερο. Τουλάχιστον, η κάθε μια από αυτές δεν αργεί να καλωσορίσει την επόμενη.

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Τα Γράμματα


Οι σκεπές από ξεθωριασμένο βυσσινί κεραμίδι είχαν αρχίσει να βουλιάζουν. Από κάτω τους γεννήθηκαν πολλοί έρωτες, που άρχισαν ως μια ακόμη τυχαία γνωριμία και εν τέλει σημαδεύτηκαν από μια μοίρα που τους άφηνε μικρούς αστερισμούς ενός μακρινού γαλαξία. 

Το πλάνο αλλάζει και τώρα ακολουθεί αλλιώτικες παραλλαγές. Η εκκίνηση ίσως είναι κοινή, μα η διαδρομή χωρίζει σε πολλαπλά μονοπάτια. Οι κανόνες που ορίζουν την καθε μία διαλύονται για να ξανασυσταθούν λίγο αργότερα.

Δεν ξέχασα ποτέ εκείνα τα γράμματα· ούτε κι εκείνα εμένα. Αντιθέτως, με επισκέπτονται συχνά. Εκτενή, ανατριχιαστικά, αποκαλυπτικά. Πρόσωπα που με ξέρουν, πρόσωπα που θα ήθελα να έχω ξεχάσει.  Μικρές επιστολικές καταφάσεις εκκωφαντικών αρνήσεων. Με χτυπάνε με μανία, κάνω να τα αποφύγω και ως δια μαγείας, γυρίζουν πίσω, προετοιμάζοντας με ακρίβεια την επόμενη κίνηση, που θα με βρει κι εμένα ίσως πιο έτοιμο. Και τελικά με βρίσκει το ίδιο (αν)έτοιμο.

Κάνω διάλειμμα για βρώμικο. Την έξαψη που νιώθω, σου τη χαρίζω, γιατί δεν την έχω νιώσει ποτέ πριν. Αυτό το άγγιγμα, αυτό το αναπολογητικό χάδι, αυτές τις λέξεις που στερεώνουν μια μετέωρη αλήθεια -που για μένα όμως είναι τόσο πραγματική όσο η αγάπη που βλέπω στα μάτια σου- τις παρατηρώ να ανοίγονται μπροστά μου. Τις αποθεώνω ενώ καταναγκαστικές παύσεις με χωρίζουν από την αρχή. Εκεί που οι άλλοι εαυτοί καταβυθίζονται στη δίνη μιας πείνας που ανακαλύπτω κάθε τόσο και τα λόγια καταβροχθίζονται λαίμαργα δίνοντας το έναυσμα μιας ακόμα ιστορίας που ύστερα αφηγούμαι μόνος μου στο ίδιο ακροατήριο.

Το χέρι κινείται με μαεστρία πάνω σε ένα χαρτί, που γίνεται αεροπλάνο και μας κρύβει μέσα του. Μερικές σελίδες επανάληψης της αυταπάτης ότι έχω το κουράγιο να αποβάλλω από πάνω μου το βάρος της ευθύνης μιας ακόμα αναρώτησης, μιας διαψευσμένης επιθυμίας. Το μόνο που αρκεί θα το μάθω τη στιγμή που δε θα το περιμένω.

Μικρές εκρήξεις σημειώνονται ανατολικά του στήθους, χαμηλά. Το κρυφτό τελειώνει σιγά-σιγά και η καρδιά σε προχωράει εκεί που ξέρεις ότι μπορείς να φτάσεις. Ένα μακροβούτι γερό, ίσα να διαπεράσεις τη δροσερή αύρα του ρεύματος που σε αγκαλιάζει, λίγο πριν βγεις στην επιφάνεια, ξαναγεννημένος.

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Ο Χορός


Σε είδα να χορεύεις στο πανηγύρι του Αη-Νικόλα/ 
τα καλά σου είχες φορέσει/
κι ένα στεφάνι από κισσό/
στο λαιμό ο σταυρός/
ο δαγκωμένος στην άκρη, ο πουπουλένιος, ο ασήκωτος/

Χόρευες έναν δοξαστικό χορό/
και ούτε που νοιαζόσουν/
αν σε πατάνε σαν το μούστο/
και δεν το υπολογίζουν/

Το βήμα σου βαρύ και μεγαλειώδες/
με των άλλων ενώνεται/
των άλλων των μικροπρεπών κι εκπεσόντων/
μάτωσες κι εσύ απ'την πτώση/
μα ρούφηξες το αίμα σα να ήταν νεκταρ/

Η άχραντη σου φύση καταυγάζει τα βουνά/
ο ήλιος σε χαϊδεύει γλυκά στην πλάτη/
προχωράς με κλειστά μάτια/
και το "που" το ξέρεις σαν την παλάμη του χεριού/

Είναι η μέρα η ίδια πάντα/
που σε αγκαλιάζει σα μάνα/
είναι κι οι νύχτες που συχνά βγάζουν νύχια/
κι ύστερα κάνουν τις ανήξερες

Χειμάς πάνω απ' το σκότος και το σπας/
Κι απόψε τρέμουν σαν τα φύλλα όσοι δεν αγάπησαν/
κρασί, ζεστό, γλυκόπιοτο/
στάζει από δυο χείλη που μιλάνε δίχως ήχο/

Έρχεται και φεύγει ο κόσμος/
κι εσύ παραδίνεσαι ξανά/
στον εαυτό τον άλλο/
κι ενώ σε λούζουν τα ωσαννά/
εσύ το σώμα γέρνεις/
και ρίχνεις στην καρδιά/

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Οι Λέξεις


Ανοίγω το συρτάρι του κομοδίνου. Μέσα του βρίσκω αποκόμματα απ' τα γράμματά σου. Βουτάω με λαχτάρα σ' αυτά που 'γραψαν άλλοι για σένα. Παρατηρώ τις λέξεις και ανακουφίζομαι. Σε σκέφτομαι να με σκέφτεσαι και να χαμογελάς. Μου τα χάρισες κι είναι δικά μου. Τα διαβάζω αχόρταγα, κυριαρχούν πάνω μου και με περνούν σε μια νέα, μοναδική ψυχεδέλεια. Γράμματα που περιέχουν τολμηρά, απόκρυφα λόγια που δεν αντέχω να διαβάσω. Σκηνές ανομολόγητες που κυοφορούν μικρές συντέλειες.

Μπαίνω διστακτικά σ' ένα λαβύρινθο με ψηλούς τοίχους, τα βήματα μου είναι αχνά, σχεδόν δεν ακούγονται. Βλέπω παντού φωτογραφίες σου κρεμασμένες. Βίντεο να παίζουν σε λούπα. Αποτυπώματα που καθρεφτίζουν στιγμές απόλυτης παράδοσης. Σε θυμάμαι σε εκείνη την επαρχιακή πόλη. Τότε που είχες πρωτοδοκιμάσει να ολοκληρώσεις την ίδια λαβυρινθώδη διαδρομή. 

Σιγά-σιγά μαθαίνω για τα μαλλιά και τη σωματική σου διάπλαση, τους φόβους και τα όνειρά σου, την καθημερινότητά σου. Θέλω όσο τίποτα να σε βρω και να σε εξομολογήσω κι ύστερα να με εξομολογήσεις κι εσύ και μετά να χαθούμε, σαν δυο έντομα στη δίνη του αέρα που κάποιος άλλος σήκωσε. 

Φτάνω σπίτι αργά κι ανοίγω τους φακέλους. Γράμματα σε αναβολή. Απορίες που θα γίνουν δάκρυα - αναρώτησης, προσμονής, θάρρους. Κουμπιά απ'τα σκισμένα σου πουκάμισα που δε γλίτωσαν σε μια στιγμή παραφοράς. Δίσκοι σου αγαπημένοι. Αφίσες, εισιτήρια, ποίηματα, φωτογραφίες.

Θέλω να μάθεις κι εσύ τα μυστικά μου. Πως σε παρακολουθώ κρυφά κάθε μέρα να διασχίζεις την πόλη. Σε βλέπω να ξυπνάς, να τρως, να συναντάς τους φίλους σου, να ανεβαίνεις στο ποδήλατο και να χάνεσαι, κι εγώ να μετρώ τα λεπτά μέχρι να σε ξαναδώ. Θέλω να μάθεις πως σε κουβαλάω παντού, στο θαλασσινό μου μπάνιο, στα εγκαταλελειμμένα λεωφορεία, στα fast food της γειτονιάς. Στις ταινίες και τα βιβλία που σε περιέχουν. Στα τραγούδια που λες και γράφτηκαν για σένα· ή μάλλον όχι, που όντως γράφτηκαν για σένα· και για μας, κυρίως δε, για μένα. Πώς το λέει ο M.; "Χτες βράδυ ονειρεύτηκα πως...".

Ακούς και χαμογελάς συνωμοτικά καθώς παίζεις την κιθάρα σου, ενώ εγώ καίγομαι αλλά κάνω τον ανήξερο. 

Τα φώτα σβήνουν. Παραδίνομαι σ' έναν έξαλλο εκστατικό χορό κι αφήνομαι στα αγγίγματα που προκαλούν ανατριχίλα. Το σώμα σου είναι ευωδιαστό. Γεμάτο χείμαρρους κι απροσχεδίαστες παραλλαγές. Ακουμπάω τους αγκώνες στο δρύινο γραφείο. Μετατοπίζονται τα σωθικά. Η πλάτη σου γίνεται ο ανεξερεύνητος χάρτης μου, κι η γλώσσα -η μόνη παρηγοριά- θα μας σκεπάσει.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

Τα Σκαλάκια


Κάθομαι στα δροσερά ανηφορικά σκαλάκια που οδηγούν στο σχολείο. Εκεί που κάναμε τα πρώτα μας αποτυχημένα αστεία, εκεί που βιώσαμε τις πρώτες μας επίγειες διαψεύσεις. Αριστερά, στο λόφο, θυμάμαι να μας πηγαίνουν περίπατο κι εμείς ενστικτωδώς να κρατιόμαστε απ'τους ώμους για να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον απέναντι σε αυτό που ερχόταν με ορμή κατα πάνω μας.

Λίγο πιο πάνω, με βλέπω να κοιτάζω με άδειο βλέμμα, χιλιάδες πόδια να σείουν το τσιμεντένιο δάπεδο και μετά να χωρίζουν και να φτάνουν στον ουρανό.

Κάπου εκεί κάναμε και το πρώτο μας τσιγάρο. Με δανεικό αναπτήρα, κρυφά κι ενοχικά αποτολμήσαμε να γευτούμε κι εμείς το νέκταρ.

Δεν έχω τίποτα άλλο μες στην τσάντα μου, εκτός από εσένα που λιώνω για πάρτη σου, κι ας μη σε ξέρω ακόμα.

Για την ώρα προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις, επαναλαμβάνω ότι μας μάθανε. Κανείς τους όμως δεν μας έμαθε, ούτε μας προετοίμασε γι' αυτό που υπερβαίνει κι εμάς τους ίδιους.

Βάζω ένα cd στο φορητό. Στις φωνές διακρίνω μια καταιγιστική μελαγχολία, μια επιτακτική ανάγκη διαφυγής. Μοιάζει με καυτή λάβα που πέφτει σιγά-σιγά πάνω σε ένα τεράστιο παγόβουνο. Πως πέρασε έτσι η ώρα, πως πέρασαν έτσι τα καλοκαίρια. Άραγε ο χρόνος υπάρχει μόνο όταν τον σκεφτόμαστε ή είναι εκείνος που επιβάλλει την ίδια την εγρήγορση της σκέψης; 

Για την ώρα όλα αυτά δεν είναι παρά έτη φωτός μακριά μας. Το εφηβικό μας μυαλό δεν ταλαιπωρείται ακόμα απ'τη συνθετότητα της ζωής. Αντιθέτως, η ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει μελοδραματικά ξεσπάσματα, καταπιεσμένες επιθυμίες και άσπονδες αντιπαραθέσεις.

Χαμογελώ γιατί με αφήνεις να προσπαθήσω να σε καταλάβω, να μπω στον πυρήνα της ύπαρξής σου, να δω πιο καθαρά για ποιον λόγο έκλαιγες ή ούρλιαζες απο χαρά και σήκωνες τον κόσμο. Και όλα τα χρώματα ανάμεσα. Κάθε φορά που θα καθόμαστε στα σκαλάκια, θα 'ναι λες σαν την πρώτη φορά, όλα θα μοιάζουν καινούρια.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Tellement simple, l'amour

- Et votre cœur qui bat, sous ma main Baptiste
- Vous aviez raison, Garance, c'est tellement simple, l'amour

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Το Ρίσκο



Σήμερα η μέρα πέρασε με καψουροτράγουδα κι εσένα· λίγο από cas. ''Τους έχω ακουστά αλλά δε τους ακούω'', είχες πει δήθεν άνετα, λες κι απαρνιόσουν την αξία της τρυφερότητας. Μα ήξερες πολύ καλά τι έλεγες.

Παρακολουθώ τις ιστορίες που διηγούνται τα λόγια. Ανακαλύπτω υπέροχες συγγένειες. ''Δεν είσαι ακίνδυνος για ό,τι δίνεις'' λέει μια ηρωίδα. ''Πώς θα ξέρω αν με αγαπάει στ' αλήθεια;''  λέει μια άλλη. Και μαζί της κι εγώ να ρωτάω το σύμπαν. Έχει μια δόση ασφάλειας η αναρώτηση. Γιατί εμπεριέχει όλα τα ενδεχόμενα.

Η μορφή σου έχει μπλεχτεί σ' ένα όραμα που αγκαλιάζω σφιχτά. Παίρνω το ρίσκο. Rien ne va plus. Κι η μπίλια σταματάει στο μαύρο. ''Παρ'ολα αυτά σ' ευχαριστώ''.

Τα ίδια λόγια μου δίνουν το κουράγιο να διηγηθώ με τη σειρά μου την ιστορία μας. Την ιστορία δύο ανθρώπων που βρέθηκαν μαζί κάποιο βράδυ του χειμώνα. Έστω για τόσο.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

Το Άρωμα



Το άρωμα αυτό ιχνηλατεί την πορεία που διέσχιζαν τα χέρια σου. Αδυσώπητα σημάδια με γυρίζουν σε σένα. Το άρωμα αυτό έχει διεισδύσει σε βάθη από εκείνα τα ελάχιστα που εξερευνήσαμε μαζί. Με παίρνει με τη βία, μου χαράζει το σώμα. Ακουμπάει με τα ακροδάχτυλα το διψασμένο δέρμα. Κυλάει σα λάβα και μπερδεύεται με τα δάκρυα.

Το άρωμα αυτό, το βρίσκω και μετα το χάνω και μαζί του κι εσένα. Με θυμάμαι καθώς διάβαζα τα μηνύματά σου. Προσπαθούσα να σκοτώσω την απόσταση και μαζί της τον παλιό μου εαυτό. Περίμενα όσο τίποτα εκείνο το βράδυ, που θα χορέυαμε μαζί αυτό το βαλς που τώρα ακούω και σε φέρνει πίσω. 

Κι ύστερα βρεθήκαμε. Κι εγώ να θέλω εσένα και μόνο εσένα. Να παρατηρώ το ντροπαλό σου χαμόγελο, να χαζεύω την προφορά σου, να πίνω απ'το ποτό σου, να ακούω τις ιστορίες σου απ'την Ιταλία και να συμφωνώ. Ήθελα αυτή η μυρωδιά να μη με εγκαταλείψει ποτέ.

Λίγα μέτρα πιο πάνω. Πόσο υπέροχα ειδυλλιακή αυτή η νύχτα. Και δεν υπάρχει καταλληλότερη στιγμή γι' αυτό που πρόκειται να συμβεί. Είναι χειμώνας μες στο κατακαλόκαιρο κι όμως για μας είναι ακόμα καλοκαίρι ή μάλλον άνοιξη. 

Το άρωμά σου μας έφερε ως εκεί που αντέχαμε να φτάσουμε μαζί. Αυτό ήταν τελικά το πραγματικό σου δώρο. Αυτό τo δώρο που είχε ακόμα τη μυρωδιά σου. Δεν την ξέχασα.

Κι από τότε, τη μυρωδιά σου την έχουν οι περαστικοί, μα δεν είσαι κανείς τους.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

Η Πόρτα



Ακινητοποίωντας τα μέρη που φανερώνουν υποταγή, τα βλέπω να κινούνται ρυθμικά μαζί σου. Είσαι μια τρυφερή απαγόρευση, που στην αρχή με ζαλίζει, μετά με μεθάει και στο τέλος με νικάει, χωρίς να έχω αντισταθεί. 

Η ιεροτελεστία του χορού με συναρπάζει και εσύ αναδύεσαι σαν αρχέγονη οπτασία μέσα από αέρινους θόλους. Μοιάζεις σαν το μόνο αληθινό κέρμα σ'αυτό το στημένο παιχνίδι. 

Κάνω λίγο στην άκρη να βρεθούμε λίγο στη μέση. Η απόστασή μας μου φέρνει αναγούλα, όπως όταν το αμάξι τρέχει σε ανατολικές διαδρομές με τρομαγμένα χέρια και πύρινα δάκρυα. 

Κατεβάζεις το ποτήρι, γλείφεις τα χείλη και περιμένεις να σε πάρει η επόμενη αγκαλιά. Πόδια αποφασιστικά κάτω από αισθησιακά χαμόγελα. Νωχελικά λικνίσματα και παραπλανητικές παραφορές γίνονται ένα με λάγνες εντολές και απόκρυφες διαπραγματεύσεις.

Σημάδεψέ με και άσε με να αποφασίσω εγώ το στόχο. 

Χάρισε μου κάτι για να σε μάθω, κάτι να προσθέσω στον δικό σου τόμο, που να με υποχρεώσει να τον γράψω με κεφαλαία. 

Σφίξε με δυνατά, σα να το εννοείς, σα να είμαι ο παλιός σου φίλος που ποτίζατε μαζί με ιδρώτα την άμμο. Άφησε τα ρούχα να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν ταιριάζει η λύπη σ'αυτό το πρόσωπο, τουλάχιστον όχι απόψε· αυτή τη νύχτα που διαρκεί όσο μιαν ανάσα. Πάρε με από το χέρι και δείξε μου τα βήματα.

Σου ανοίγω την πόρτα να μπεις μέσα μου.

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Τα Χέρια




Βάζω την κασέτα να παίζει και ανοίγω το παράθυρο. Κλείνω πίσω μου την πόρτα και με
 ένα υπαινικτικό χαμόγελο κατεβαίνω στην νέα συγκυρία. Συναντώ ανθρώπους. Ανασυντάσσω τις σκέψεις τους, συντονίζω τις ανάσες τους, οργανώνω τις σιωπές τους, αναρωτιέμαι, ανασυνθέτω, αποπειρώμαι. Μια φευγαλέα εικόνα, μια χειρονομία, ένα νεύμα. "Καλημέρα", "Τι λέει", "Ολα καλά".

Απομεσήμερο έξω απ'την παλιά Βουλή. Πρωί κάτω απ'την Κλαυθμώνος. Νύχτα στην Κολοκοτρώνη. 

Χαρούμενα πρόσωπα κάτω από κράνη, άλλα μελαγχολικά περπατούν στο ασυντόνιστο τσιμεντένιο ρεύμα. Αλλάζουν ρούχα και συμπεριφορά αλλά ποτέ πάθη, προθέσεις και ρόλους. Κάνω το σκορ και πετάω το χαρτάκι στον κάλαθο των αχρήστων. Κάθομαι μετά εξαντλημένος στην άκρη του πεζοδρομίου. Βγάζω ένα τσιγάρο απ' την τσέπη. Θυμάμαι ότι δεν έχω αναπτήρα, θυμάμαι ότι δεν καπνίζω καν. Θυμώνω· μα κερναώ τον θυμό στη λήθη. 

Κατηφορίζω την Πειραιώς. Λαίμαργες ματαιώσεις περιμένουν στη διάβαση. Χαμένες ψευδαισθήσεις βουλιάζουν σε παγκάκια. Προσπερνώ και ο χρόνος διαστέλλεται. Αγιόκλημα, μαργαριταρένια άστρα, νυχτολούλουδο. Θα σταματήσω σε μια καντίνα.

Έτσι χαράσσω την προσωπική μου διαδρομή, μέσα απ'τους δρόμους και τα φώτα της πόλης, τα χέρια αυτά. Που με εξομολογούν - δε με κρίνουν. Δεν με καθοδηγούν, απλώς με νοιάζονται. Τρεμοπαίζουν και ιδρώνουν όταν φοβούνται - όπως κι εγώ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μ'αρέσει να τα παρατηρώ και να ακούω τις ιστορίες που μόνο αυτά ξέρουν να μου πουν.

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Το Τετράδιο

Του τελευταίου τετραδίου τη σελίδα/

Εκεί που σε αγκάλιαζα κρυφά, αθόρυβα κι απελπισμένα/

Τη μικρή γωνιά της έκοψα/ 

Την έκανα χαρτάκι/

Και με το κίτρινο στυλό μου σου 'γραψα - σ'αγαπώ/

Να το κρατάς κατάστηθα, να με θυμάσαι και να σωπαίνεις 


Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Ημερολόγια #3

Περασμα απ´το γήπεδο, μετράω τον βηματισμό μου και αναπνέω τον βραδινό αερα. Η μυρωδιά του έχει κάτι απο νυχτολούλουδο και κρυφές επιθυμίες. Αγκαλιάζω την πρώτη σκέψη που μου 'ρχεται στο μυαλο και συνεχίζω μαζί της τη βόλτα. Γύρω οι πολυκατοικίες του εβδομήντα ξέρουν πολλά και κρατάνε μυστικά ανείπωτα. Πίσω απο τις πόρτες τους συναντάς γνωστούς και κολλητούς, οικογένειες και έρωτες.

Χαμηλώνω το βλέμμα και παρατήρω το εισιτήριο, ζυγίζω την αξία της διαδρομής. Τον χωροχρόνο, τον προορισμό. Πάντα δεδομένη η αναχώρηση, πολλοί και διαφορετικοί οι προορισμοί. Οι αποσκευές κι αυτές αλλάζουν.

Ακούω τ´αυτοκίνητα να επιταχύνουν. Κάποιος βιάζεται. Ακούω εξατμίσεις, γέλια, γαβγίσματα. Ο άνθρωπος μπροστά μου περπατάει αργά, δεν τον νοιάζει να ανεβεί στο πρώτο σκαλί του βάθρου. 

Θυμάμαι το προηγούμενο πρωΐ. Σε τράκαρα στο δρόμο. Δε σε είχα ξεχάσει. Πίνω ούζο και κερνάω στη λήθη αυτή τη νύχτα που βλέπω στη φωτογραφία.

Δε με γνωρίζεις καν. Όσο πιο πολύ με αγνοείς τόσο πιο κοντά σου έρχομαι. Πατάω το επόμενο πλακάκι του σπασμένου πεζοδρομίου και χαμογελάω. Μυρίζει ακόμα νυχτολούλουδο.

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

...


Η ευτυχία δεν είναι μια στρογγυλή μπάλα, στεγανή από παντού. Πρέπει να προσπαθήσω να δημιουργώ κάθε μέρα την ευτυχία μου. Εσωτερική γαλήνη, αρμονία. Να μην περιμένεις τίποτα απ'τον έξω κόσμο, παθητικά. Να δημιουργείς τον κόσμο/

 Σαν καλλιτέχνης, νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει η νύχτα. Σαν άνθρωπος, όχι/

Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008)

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Τα Δέντρα

Μυρίζουν πανέμορφα καθώς τα προσπερνάω, χαϊδεύω τον κορμό τους όσο μου επιτρέπει η απόστασή μας. Χάνομαι στις ρυτίδες τους καθώς τα φύλλα στροβιλίζονται και τα κλαδιά πετάγονται στο ύψος μου. Μ'αρέσει να τα παρατηρώ, αειθαλή κι αγέρωχα, γερμένα και μελαγχολικά, κεφάτα και περήφανα. Βελανιδιές, ιτιές, ελάτια, πλατάνια.

Ακούω ξεχασμένες μελωδίες απ'το κουφάρι τους. Τα χνούδια με παρασύρουν σε μια άκρατη ονειροπόληση και γίνονται ένα με τον άνεμο. Ονόματα χαραγμένα στο σώμα τους με πάνε χρόνια πίσω. Αναδρομώ τις μικρές στιγμές τους. Τα Μεγάλα Σάββατα με χαρτιά μελανωμένα και καφέδες της καταβύθισης. Διαθλάσεις πολλαπλών εαυτών σκαλισμένες σε παρθένο μάρμαρο. Εικόνες και ήχοι και μυστικά περάσματα. Υποσυνείδητες διαδρομές κρατώντας αναμμένη την ίδια φλόγα, το ίδιο κερί από τότε.

Πάντα τα χέρια αγγίζουν με χειρουργική προσοχή τα συρτάρια. Κάθε άγγιγμα και μια παγίδα, την αποφεύγω μονάχα αν βρω τη σωστή απάντηση, λίγο πριν ξαναθυμηθώ πως δεν υπάρχει σωστή απάντηση και λάθος, αφού όποια κι αν δώσω αρκεί. Τότε μόνο τα ανοίγω αργά και μεθοδικά, μ' ένα ελαφρύ - σχεδόν μεταφυσικό - τρέμουλο.

Δεν νίκησα, αλλά ούτε και νικήθηκα.

Μερικές στιγμές έχουν μεγαλύτερη αξία από άλλες.

Όπως ο σεναριογράφος δίνει την πιο εντυπωσιακή ατάκα στον τριταγωνιστή, έτσι στα μικρά θα ψάχνουμε πάντοτε.

Η ζωή· μια αέναη αναζήτηση αυτοπραγμάτωσης.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Εκεί


Το σώμα σου είχα οικία
πέρα απ'του κόσμου την προσδοκία 

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Τα παιδιά της Αυ..


Η μυρωδιά της θάλασσας ερχόταν από μακριά, την έφερνε ένα απαλό καλοκαιρινό αεράκι.

"Είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα"

Ένα αεράκι που λίγο αργότερα μετατράπηκε σε μπόρα. Διαχρονική υπενθύμιση στη μνήμη, απ' αυτές που θυμάσαι όταν έχεις ξεχάσει να θυμηθείς. Αναβάτες του ονείρου του ο καθένας. Παιδιά που ανυπομονούσαν να μεγαλώσουν απορρίπτοντας τους κανόνες της ανήλικης πραγματικότητας, αρνούμενοι την νομοτέλειά της. Παιδιά που τις σχολικές εβδομάδες τους διαδέχονταν υπέροχες μέρες, ολοφώτεινες και φαινομενικά ατελείωτες, στα χώματα και την καυτή άμμο, με φαΐ στα βρώμικα και σαπουνόπερες στην τηλεόραση. Που έπιναν ηδύποτα ως επίφαση ενηλικίωσης. Λίγο πριν εξερευνήσουν τον κόσμο με τα ποδήλατά τους.

Λίγο πιο πέρα ένα οικόπεδο, γεμάτο ξερόχορτα και λαχανιασμένα απογεύματα μετά τον μεσημεριανό ύπνο που δεν παίρναμε ποτέ. Βρήκε χώρο απ' την μισάνοιχτη πόρτα που μπαίναμε παιδάκια και αστειεύτηκε μαζί μας. Σήκωσε απαλά απ' το χώμα τα σκονισμένα γάντια μας. Αυτά που φοράγαμε για να είμαστε έτοιμοι για κάθε μας αναμέτρηση, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα το μπαλάκι των προσδοκιών, πριν αφήσει το χέρι μας για να βρει κάποιο άλλο - τυχαία, μοναδικά. Κι ύστερα τα ίδια χέρια να βγάζουν τα γάντια κι αναψοκοκκινισμένα να αγγίζουν το τηλέφωνο με μια ανάσα που μαρτυράει κρυμμένα μυστικά και τα ψιθυρίζει αθόρυβα στο αυτί.

Έβαλα κι εγώ τότε το χέρι στην καρδιά και την παρατήρησα να συντονίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Τα κουρδισμένα αντανακλαστικά μου εκμυστηρεύτηκαν ότι η λύτρωση δεν χαρίζεται, παρά μόνο κερδίζεται και -προφανώς- όχι αναίμακτα. Πόσες ακόμη θερινές παύσεις πριν τη μεγάλη καταιγίδα; Πόσο γρήγορα να τρέξεις όταν σε πιάνουν ήδη οι πρώτες στάλες της βροχής; Μα εσύ αφήνεις το ποδήλατο στην άκρη και μπαίνεις σιγά κι αθόρυβα στη θάλασσα να κολυμπάς με παρέα τη βροχή και με το αεράκι να διαπερνάει το σώμα σου και να δίνεται ολοκληρωτικά σ' εκείνη την πλευρά του ονείρου.

Μιλάω λοιπόν για συνθηκολόγηση. Κι όχι σύνθλιψη

Μιλάω για αποδοχή κι όχι απομάκρυνση

Μιλάω για ό, τι δε μπορούσα να μιλήσω 

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Learning How to Dive


I remember
Learning how to dive
Deep end board
I was high
I remember learning how to dive

I just had to go
To the end of the board
And distract myself
And go "Whee! What now?"
I just had to jump
You just have to jump
And touch the water
With the ends of your fingers

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Το Τζάμι


Έχεις γείρει στο τζάμι του λεωφορείου που σε πάει σπίτι. Η μέρα σου ήταν δύσκολη. Όπως κάθε μέρα πλέον. Το πρωί στις παραδόσεις και το απόγευμα στην προπόνηση. Το λεωφορείο περνά από μπροστά κι ανταλλάσσουμε ένα φευγαλέο βλέμμα. Είσαι ένα πρόσωπο άγνωστο και ταυτόχρονα ο πιο δικός μου άνθρωπος. Στο ακουμπισμένο στα πόδια σου σακίδιο βρίσκεται στριμωγμένο το αγαπημένο σου βιβλίο και μες στα παπούτσια σου έχεις ακόμη ίχνη απ' την καλοκαιρινή άμμο, την ίδια που πέρναγε μεσα από τα δάχτυλά σου καθώς περπάταγες βαριά πλάι στο νερό. Κλείνεις αβίαστα τα μάτια κι απολαμβάνεις τη μουσική στα ακουστικά του walkman. Παίζει μάλλον κάτι από Smiths ή Tori Amos, μια σαγηνευτική μελωδία ή ένα μελοδραματικό ξέσπασμα, ηχητική υπόκρουση στις πιο απαραβίαστες στιγμές εσωτερικής ανασκόπησης. Μετράς νοητά ένα-ένα τα ποτήρια της χτεσινής νύχτας, που ανέβηκες ζητώντας κάτι αόριστο, σαν άγγιγμα αυτοεπιβεβαίωσης. Τα άδοξα φλερτ, τα ανούσια ξενύχτια, τα τσιγάρα, τα ρούχα, τα αρώματα, τα πρόσωπα που σε βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Γι' αυτό γέρνεις στο βρώμικο τζάμι του λεωφορείου. Σουρουπώνει και τα φώτα του δρόμου φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια το πρόσωπό σου, σκληρό και ταλαιπωρημένο μα συνάμα αινιγματικό, με μια απροσδιόριστη μελαγχολία .

Σε λίγες ώρες είναι Σάββατο βράδυ και θα βγεις με την παρέα σου σε μια από τις προβλέψιμες γειτονιές με τον πολύ κόσμο, τη δυνατή μουσική και τα λαμπερά φώτα. Θα κοιτάξεις τον κόσμο, θα σε κοιτάξει κι εκείνος. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και για λίγο αναμετράσαι με τις πιθανότητες. Τα σενάρια και οι - φαινομενικά - άπειρες διακλαδώσεις των επιλογών σε μπερδεύουν και ταράζεσαι, μα συνεχίζεις να αναρωτιέσαι. Και παραδίνεσαι μέσα της. Επιστρέφεις ύστερα στην πραγματικότητα και κλείνεις βιαστικά μέχρι πάνω το μαύρο φουσκωτό μπουφάν σου, λες και θες να κρατήσεις για πάντα στα σωθικά σου αυτό το συναίσθημα. Δε θυμάσαι πως ήταν. Ούτε πολύ καλά πως προέκυψε. Σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι όσο διαφορετικοί κι αν είμαστε, στο τέλος της ημέρας, ο καθένας μας κουβαλάει τα δικά του ζόρια, την αγωνία και τη λαχτάρα του. Όλοι μαζί κοινωνοί των ίδιων αναγκών. Σκέψεις της σειράς, η ώρα βλέπεις είναι η καταλληλότερη για τέτοιες ανάλαφρες διαπιστώσεις. Κι όμως αν αφήσεις για λίγο παραπάνω το βλέμμα σου πάνω τους θα έχεις κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην επίλυση του γρίφου. Κοιτάζεις εναλλάξ τον κόσμο στα πεζοδρόμια και κάνεις τα φανάρια σημάδια της διαδρομής, ελπίζοντας να μην αφαιρεθείς και κατέβεις σε άλλη στάση. Ξεχνιέσαι ονειροπολώντας, όπως πάντα. Μα η στάση σου είναι εκεί και σε περιμένει, φιλαράκι.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Charing Cross Rd


Φίλα με!
Ξανά και ξανά
Πιο δυνατά
Εδώ
 Στη μέση του δρόμου, στον κόσμο μπροστά
Γιατι σε λατρεύω
Και δε με νοιαζει τι θα πουν
Γιατι σε λατρεύω
Και θέλω ο κόσμος όλος να το μάθει

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

30




Μετράς τα δάχτυλα, είναι όσα χρόνια χρειάστηκαν για να φτάσεις ως εδώ. Οι μνήμες σε μεγάλωσαν, τα ρούχα σου σκονίστηκαν. Λόγια που ειπώθηκαν μυστικά σε τετράδια κι ύστερα θάφτηκαν σε συρτάρια, κασέτες γραμμένες, ραδιόφωνα, βιντεοκασέτες. Υπάρχουν ακόμη όλα. Λεωφορεία με ξέχειλες προσμονές. Γέλια και αγωνίες. Βιασύνη να μεγαλώσεις και να μάθεις, να μεγαλώσεις και να πάθεις. Να δεις και να ζήσεις. Γέλια κι αγωνίες. Ανακατεμένα. Μπλούζες, σκισμένες σάκες, μαύρα παπούτσια, στυλό, απογεύματα, αγκαλιές, χαράματα. Απομεινάρια μιας εποχής που αναπολείς με κάθε ευκαιρία. Αγάπη, προσδοκίες, συγκρούσεις, πληγές, αντοχή.  

Και μετά συναυλίες, καλοκαιρινές εκρήξεις, παραλίες, ποδήλατα, χώματα, άμμοι και ναυάγια. Περπατάς πάνω σε ερείπια, σύμβολα ενός ένδοξου παρελθόντος· γιατί το έζησες μοναδικά και αυτό σου αρκεί. Στίχοι στο αυτί απομεσήμερο, ανοιξιάτικη άσφαλτος, κήποι με γιασεμιά. Ιδιωτικές ακροάσεις που που σε φέρνουν κοντά στον εαυτό σου. Χειμώνες και εικόνες, δισκάδικα, πάρκα, ανηφόρες και κατηφόρες. Ανατριχίλες βαθιές. Κύματα και φωτογραφίες. Κάνεις πτήσεις με αεροπλάνα πάνω από τα όνειρα. Ξαπλώνεις απαλά στα σύννεφά τους και φαντάζεσαι τον κόσμο όμορφο. Είσαι ατρόμητος. Ψίθυροι και μελαγχολικές μελωδίες ευωδιάζουν τις στιγμές. Πρόσωπα υπαρκτά κι ανύπαρκτα. Ζωές παράλληλες. Η φαντασία δεν πατάει ποτέ φρένο. Και σε παρασύρει στο κάλεσμά της. Ανυπομονείς για την επόμενη αφορμή, που θα εκκινήσει το επόμενο ταξίδι, που θα εκκινήσει την επομενη καταβύθιση.

Είσαι χαρτί και η ζωή το μολύβι του κόσμου.

Μεγαλώνεις και μαθαίνεις μια-μια τις αρετές. Να είσαι αληθινός λέει μια φωνή γιατί παραμονεύουν πολλοί κίνδυνοι· κίνδυνοι που σου απαγορεύουν να είσαι εσύ, που σου απαγορεύουν να είσαι συνοδοιπόρος του χρόνου. Ο χρόνος είναι εκεί και σε βοηθά να καταλάβεις τα πάντα - και χωρίς καν να το πάρεις χαμπάρι. Ξαφνικά μια μέρα κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη κι είσαι ακόμη εσύ, αλλά κάτι σου λέει ότι δεν είσαι κι ακριβώς ο ίδιος. 

Έχεις άθελά σου δώσει τόσες μάχες που ούτε κι εσύ το φανταζόσουν. Μια στιγμή είναι αρκετή για να έρθει η συνειδητοποίηση. Χαμογελάς και παρατηρείς τον κόσμο. Κι ύστερα παρατηρείς εσένα, δεν νιώθεις ό,τι ένιωθες τότε. Είσαι ένας σιωπηλός παρατηρητής, βλέπεις, καταγράφεις, μεταβολίζεις. Κατανοείς τι σημαίνει κάθε τι. Ή τουλάχιστον προσπαθείς. Συμφιλιώνεσαι, υποχωρείς, εκδηλώνεσαι, αναρωτιέσαι, εξηγείς και συνεχίζεις να μαθαίνεις. Μεγαλώνεις κι αγαπάς πιο πολύ, πιο δυνατά, πιο συνειδητοποιημένα.

Ξεχνάς μα δεν αφήνεις πίσω. Ανασύρεις μα δε πονάει πια. Τα παλιά ρούχα είναι σκονισμένα μα δεν τα αποχωρίζεσαι.


Καιρός γιά άλλα ρούχα όμως, καθαρά, με νέα χρώματα. 

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Ζ



Με κοιτάς και μου χαμογελάς καθ' όλη τη διάρκεια αν και δε με γνωρίζεις. Κι εγώ μόλις που ξεκίνησα να σε μαθαίνω. 

Με κοιτάς και μου απαντάς στα ερωτήματα που είχα καιρό. Η αυτοπεποίθησή σου μου δίνει τις σωστές απαντήσεις, τεκμηριωμένες και σαφείς που δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.

Με κοιτάς αδιάκοπα, δεν αλλάζεις βλέμμα, με πας στο επόμενο βήμα.

Με κοιτάς και σε βλέπω στον ύπνο μου.

Με κοιτάς και είμαστε μες στον κόσμο.  Σήμερα που 'χει όμορφη μέρα θα πάμε βόλτα στο κέντρο. Τα υλικά μας είναι πολύ απλά. Θα βγούμε, θα χαρούμε τη μέρα, θα γυρίσουμε σπίτι. Θα συνεχίσεις να με κοιτάς.

Με κοιτάς και καταλαβαίνεις τι νιώθω, για σένα, για τη μέρα, για την προηγούμενη ζωή, για το χαμόγελό σου.

Με κοιτάς καθώς μιλάμε και το βλέμμα σου ταξιδεύει στο σώμα μου κι επιστρέφει στο δικό μου βλέμμα.

Με κοιτάς και ξέρω ότι λες αλήθεια. Δε μου κρύβεσαι, δε σου κρύβομαι.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018