Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Ο Συντελεσμένος Χρόνος



Ζω με τον χρόνο που έχει τελειώσει, βαδίζω μαζί του και με παίρνει αγκαλιά, με κοιτάει με βλέμμα υπαινικτικό και μυστηριώδες, ξέρει ότι ξέρω αλλά δε βγάζει άχνα. Φτάνω κοντά στο κέντρο, επιχειρώ την επανασύνδεση, καθε φορά και μια μικρή επανάσταση. Ένα παρόν εγκιβωτισμένο στο παρελθόν, ένα παρόν μετέωρο ανάμεσα στα τραγανά ψήγματα του νερού που αναπνέω. Χαϊδεύω μια υπέροχη ανάμνηση καθώς τα πουλιά της νύχτας αλλάζουν νούμερο στη σκοπιά.

Τα όσα χρόνια ήταν ακόμα εκεί. Μου έκλειναν συνωμοτικά το μάτι πριν με πιάσουν απ'τoν ώμο -δε θυμάμαι καν αν αντιστάθηκα. Καθώς με άφηναν σε μιαν άκρη, δεν είχα συνείδηση, είχα όμως μια ακατανίκητη και συνάμα ακατανόητη επιθυμία να λυγίσω απ'το βάρος τους. Να πατήσω με γυμνά πόδια πάνω στα καυτά χαλικένια σκαλοπάτια που οδηγούν στην κορυφή της πυραμίδας, εκεί που δέσποζε ο ναός, από αυτούς που κάποτε έχτιζαν οι Βαβυλώνιοι κι οι Ασσύριοι για να βλέπουν πιο καθαρά το Θεό. Και τώρα στους πρόποδες του φτιάχνουμε εμείς με τα χέρια μας -ο ένας μετά τον άλλον- εναν καινούριο και λίγο πιο γερό. Εκεί που θα ιερουργεί για πάντα η νιότη. 

Μαζεύω τις σταγόνες απ' το παγωτό που νικήθηκε απ' τον ήλιο κι ακουμπάω στην αυτοσχέδια αυλή μου τ' όνειρο· ένα όνειρο που είναι μπερδεμένο με ένα ατέρμονο και κατακερματισμένο παρελθόν. Το φυτεύω, το ποτίζω, το βλέπω να μεγαλώνει, να αρρωσταίνει, το γιατρεύω, με γιατρεύει, μου ματώνει το δάχτυλο. Φυλάω τα νώτα μου καθώς προσπαθώ να μη γίνω κομμάτια. Κάτι με τραβάει, παρατηρώ ότι μπλέχτηκε στα συρματοπλέγματα η μπλούζα μου, την απελευθερώνω κι ελευθερώνομαι. Ανοίγω την εφημερίδα, με λούζει κρύος ιδρώτας. Έξω ακούω jazz· απαλή κι ειρηνική. Μέσα παίζουν συνθεσάιζερ και ιλουστρασιόν μπάσα. Εναλλασόμενα μοτίβα ταυτίζονται με την εναλλασόμενη μου διάθεση. 

Κάνω διαγαλαξιακά ταξίδια καθώς η φωνή σου με έναν αλύτρωτο λυγμό μου δηλώνει τα παράπονά σου. Νόμιζα πως τα είχα καταγράψει κι όμως έλεγα συνέχεια 'δεν πειράζει'. Τη φωνή σου συνοδεύει ένα βιολί που παίζει τέλεια κουρδισμένο, αλλά στο αυτί μου ο ήχος φτάνει ανυπόφορος. Θα βάλω λίγο τα ακουστικά κι όταν τα βγάλω θα παραμένει μόνο ένας ελαφρύς απόηχος. Χαλαρώνω τα φρένα, τραντάζομαι απ' τους κραδασμούς, μα αφήνομαι. Βουτάω στο γάλα μια μαντλέν, δοκιμάζω λίγο γλυκό βύσσινο και παγωμένη βανίλια, να 'χω τη γεύση τους συντροφιά στις υποβρύχιες αποστολές μου.

Τα φύλλα σπαρταρούν, γελούν το ένα με το άλλο, κυπαρρισιά και γκρίζα, κι άλλα στο χρώμα της άμμου, όλα μαζί και μέσα η καρδιά μου.

Το τραχύ νήμα απλώνεται και οι αναπολήσεις κρεμιούνται πάνω του. Σκοινί τεντωμένο, χρυσαφί και πανανθρώπινο. Αρπάζω το μαγιώ και βγαίνω γρήγορα απ'την πόρτα. Κλειδιά στο χέρι κι ένα ελαφρύ τίναγμα του κεφαλιού. Οι ζωγραφιές ατέλειωτες, τα χαρτιά επίσης, στυλό, βαρίδια κι εμμονές. Στο σακίδιο βαλμένα τακτικά. Κι ο χρόνος ακόμα εκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: