Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Η Λίμνη

Στην αυγή της νέας χιλιετίας, ήσουν το χέρι στο προσκεφάλι μου, σε κοίταζα καθώς χάραζε. Μου έδινες το άρωμα απ'το στόμα σου κι ο αέρας απ'το μισάνοιχτο παράθυρο με έφερνε ξανά δίπλα σου, στη στάση του λεωφορείου που έκαιγε ακόμα.

Στην αυγή της κάθε μέρας, περίμενα να σε ακολουθήσω ως εκεί που ήξερα ότι θα σ' έχανα. Εκεί έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν ότι σε ακουμπούσαν τα κόκκινα άνθη ενός πεπρωμένου πιο μακρινού από το ίδιο ζευγάρια μάτια που έβλεπα να κοιτά τον κόσμο με μια αλλιώτικη τρυφερότητα.

Στην αυγή του καθρεφτίσματος του προσώπου σου στο νερό, πήρα το στυλό και έγραφα την μια βιογραφία μετά την άλλη, όλες πάνω στο ίδιο τσαντάκι που χώραγε μόνο ό,τι έπρεπε για να μη χρειάζεται πια να πηγαίνω σπίτι. Συμπλήρωνα τα κενά με τα προμηνύματά σου, με τα χρώματα που με έβαφαν τα δάχτυλά σου. Ριγμένα χύμα κομμάτια από βλέμματα κι ανάσες που με ζέσταιναν τις μέρες που ξύπναγα χαράματα κι ήμουν γυμνός και γεμάτος αμφιβολίες.

Στην αυγή ενός λεπτού που καθόριζε τα απογεύματά μου, κατέληγα να περιμένω στην ουρά, στο ίδιο εστιατόριο, πάντα. Σε καμία ευκαιρία δεν της άξιζε να μένει ανεκμετάλλευτη. Ήθελα να τύχει να σε δω στο απέναντι τραπέζι και να μου παραχωρήσεις ένα κομμάτι σου, να αφήσεις στο δίσκο μου λίγη απ' την ηθική σου, τη στεναχώρια σου, την αυτοπεποίθησή σου, πριν χωριστούμε κι εσύ βουτήξεις πάλι στη γνώριμη ανυπαρξία σου κι ύστερα βγεις από 'κει για να μπεις στο αμάξι και χαθείς στη γραμμή των φώτων που ορίζουν τα δάκρυά μου.

Στην αυγή του φθινοπώρου που σταματάει πριν αρχίσει, στέκεσαι κάτω από την ίδια ιτιά, κάτω από το κλαίον μα γενναίο φως και ξέρω ότι με αναγνωρίζεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: