Σε είδα να χορεύεις στο πανηγύρι του Αη-Νικόλα/
τα καλά σου είχες φορέσει/
κι ένα στεφάνι από κισσό/
στο λαιμό ο σταυρός/
ο δαγκωμένος στην άκρη, ο πουπουλένιος, ο ασήκωτος/
Χόρευες έναν δοξαστικό χορό/
και ούτε που νοιαζόσουν/
αν σε πατάνε σαν το μούστο/
και δεν το υπολογίζουν/
Το βήμα σου βαρύ και μεγαλειώδες/
με των άλλων ενώνεται/
των άλλων των μικροπρεπών κι εκπεσόντων/
μάτωσες κι εσύ απ'την πτώση/
μα ρούφηξες το αίμα σα να ήταν νεκταρ/
Η άχραντη σου φύση καταυγάζει τα βουνά/
ο ήλιος σε χαϊδεύει γλυκά στην πλάτη/
προχωράς με κλειστά μάτια/
και το "που" το ξέρεις σαν την παλάμη του χεριού/
Είναι η μέρα η ίδια πάντα/
που σε αγκαλιάζει σα μάνα/
είναι κι οι νύχτες που συχνά βγάζουν νύχια/
κι ύστερα κάνουν τις ανήξερες
Χειμάς πάνω απ' το σκότος και το σπας/
Κι απόψε τρέμουν σαν τα φύλλα όσοι δεν αγάπησαν/
κρασί, ζεστό, γλυκόπιοτο/
στάζει από δυο χείλη που μιλάνε δίχως ήχο/
Έρχεται και φεύγει ο κόσμος/
κι εσύ παραδίνεσαι ξανά/
στον εαυτό τον άλλο/
κι ενώ σε λούζουν τα ωσαννά/
εσύ το σώμα γέρνεις/
και ρίχνεις στην καρδιά/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου