Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Μικρές ιστορίες


 
Το ραδιόφωνο στην αυλή του έπαιζε κάτι τελειωμένα λαϊκά, τύπου Κοντολάζος, Δελλή, Αντύπας· απ' αυτά που ψάχνουν εναγωνίως οι φορτηγατζήδες για να σκοτώσουν την πλήξη του δρομολογίου Κατερίνη-Αλεξανδρούπολη· πλήξη βαθειά και ακόρεστη, σαν την υπαρξιακή τους αγωνία, μα κι ανακουφιστική, σαν τη στάση για κατούρημα στην Ασπροβάλτα, στις 4 το χάραμα  κοντά σ'ενα χωράφι με καλαμπόκια που κάποιος άφησε αθέριστα. Μια πλήξη ωστόσο διακριτική και συμπονετική, που προσπαθούν να  καλύψουν, κρεμώντας πίσω απ'το κάθισμά τους ξεφτισμένα κασκόλ του Ολυμπιακού και της Μίλαν ή παλιότερα αφίσες γυμνόστηθων γυναικών, που κάποτε ονειρεύτηκαν πως θα γίνουν πριγκίπισσες.

Η ώρα ήταν περασμένη, χωρίς να βρίσκεται ακόμη εντός των ωρών κοινής ησυχίας - οι οποίες βέβαια συχνά συμπίπτουν με τις ώρες κοινής ανησυχίας. Το σάλπισμα του συνθεσάϊζερ που συνόδευε έναν μπαναλ παραπονιάρικο αμανέ ήταν αρκούντως δηλωτικό, κι όμως έκανε τον κυρ Χαράλαμπο να δακρύσει. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να συγκινείται. Χάϊδεψε τα άδεια μπουκάλια Άμστελ -αφού μόνο αυτήν έπινε - και αναστέναξε Πως 'φύγαν τοσα χρόνια ρε γαμώτο. Όσα χιλιόμετρα έγραψαν οι ρόδες του φορτηγού, άλλες τόσες σκέψεις ξερίζωνε σαν τα αγριόχορτα από τον κήπο του, την μόνη του παρηγοριά.

Συχνά-πυκνά τον έβλεπα με ένα σχετικά μικρό φτυάρι με κόκκινη λαβή και χωρίς γάντια. Ολο κάτι φύτευε κι ύστερα το ξεχνούσε, και μετά ξανά τα ίδια. Γέμιζαν, άδειαζαν οι λακκούβες, κι όλο με κάτι τις σκέπαζε· μ' ένα πανί για τη βροχή και το χιόνι, μ' ένα τραπέζι, μ' ένα κομμάτι ελενίτ που περίσσεψε από το στέγαστρο της αποθήκης. Κοίταζε τις λακκούβες και του 'μοιαζαν με κενοτάφια προσδοκιών.

Θυμάμαι ακόμα τα σύκα της κυρα Σοφίας, σε πιατάκι διακοσμημένο με μοτίβα με ρόμβους και γαλάζιες λεπτομέρειες, κοινός τόπος μιας Ελλάδας που ξύπναγε χαράματα χωρίς να τη ρωτήσουν κι άνοιγε βαριεστημένα την τηλεόραση, όπως κάποιος άλλος θα άνοιγε το ψυγείο του -αδιάφορα, θα 'λεγε κανείς περισότερρο με καταστολή έμοιαζε αυτή η κίνηση παρά με παρακίνηση λόγω μιας συγκεκριμένης ανάγκης. Δε μου άρεσαν τα σύκα, ωστόσο μου άρεσε ο τρόπος που έτεινε το χέρι της με το πιατάκι πάνω από τα λιγούστρα που φροντίζαμε εκ περιτροπής.

Η ανιδιοτέλεια και η γλυκιά υπενθύμισης της γενναιοδωρίας ως αρετής που δε χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με μάχες που δεν υποπτεύεσαι ότι μπόρεσες να δώσεις. Πως κατάφερνε και τα συμπύκνωνε όλα σε ένα χαμόγελο. Είχε καιρό πια που δεν έκλεινε τόσα ραντεβού στο κωμμωτήριο. Δεν είχε, βλέπεις, χρόνο για τις απαιτητικές κυρίες που αποφάσιζαν να κάνουν ίσιωμα λίγο πριν πάνε σε κάποια επιθεωρισιακή κωμωδία. Αν και σχολαστική η ίδια, προτιμούσε να σχολάσει τον εαυτό της και να κάνει παρέα στην ετοιμόγεννη νύφη της. Της χτυπούσε το κουδούνι, και μ' ένα γνέψιμο του κεφαλιού της είχε ήδη πει ό,τι χρειαζόταν να ακούσει.

Κι εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι δεν ζητούσαν πολλά από τον κόσμο, από τον ίδιο κόσμο που τους είχε ήδη πάρει πολλά. Μα που ήταν διατεθειμένος να τους τα δώσει πίσω.


Δεν υπάρχουν σχόλια: