Του τελευταίου τετραδίου τη σελίδα/
Εκεί που σε αγκάλιαζα κρυφά, αθόρυβα κι απελπισμένα/
Τη μικρή γωνιά της έκοψα/
Την έκανα χαρτάκι/
Και με το κίτρινο στυλό μου σου 'γραψα - σ'αγαπώ/
Να το κρατάς κατάστηθα, να με θυμάσαι και να σωπαίνεις
Του τελευταίου τετραδίου τη σελίδα/
Εκεί που σε αγκάλιαζα κρυφά, αθόρυβα κι απελπισμένα/
Τη μικρή γωνιά της έκοψα/
Την έκανα χαρτάκι/
Και με το κίτρινο στυλό μου σου 'γραψα - σ'αγαπώ/
Να το κρατάς κατάστηθα, να με θυμάσαι και να σωπαίνεις
Η ευτυχία δεν είναι μια στρογγυλή μπάλα, στεγανή από παντού. Πρέπει να προσπαθήσω να δημιουργώ κάθε μέρα την ευτυχία μου. Εσωτερική γαλήνη, αρμονία. Να μην περιμένεις τίποτα απ'τον έξω κόσμο, παθητικά. Να δημιουργείς τον κόσμο/
Σαν καλλιτέχνης, νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει η νύχτα. Σαν άνθρωπος, όχι/
Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008)
Μυρίζουν πανέμορφα καθώς τα προσπερνάω, χαϊδεύω τον κορμό τους όσο μου επιτρέπει η απόστασή μας. Χάνομαι στις ρυτίδες τους καθώς τα φύλλα στροβιλίζονται και τα κλαδιά πετάγονται στο ύψος μου. Μ'αρέσει να τα παρατηρώ, αειθαλή κι αγέρωχα, γερμένα και μελαγχολικά, κεφάτα και περήφανα. Βελανιδιές, ιτιές, ελάτια, πλατάνια.
Ακούω ξεχασμένες μελωδίες απ'το κουφάρι τους. Τα χνούδια με παρασύρουν σε μια άκρατη ονειροπόληση και γίνονται ένα με τον άνεμο. Ονόματα χαραγμένα στο σώμα τους με πάνε χρόνια πίσω. Αναδρομώ τις μικρές στιγμές τους. Τα Μεγάλα Σάββατα με χαρτιά μελανωμένα και καφέδες της καταβύθισης. Διαθλάσεις πολλαπλών εαυτών σκαλισμένες σε παρθένο μάρμαρο. Εικόνες και ήχοι και μυστικά περάσματα. Υποσυνείδητες διαδρομές κρατώντας αναμμένη την ίδια φλόγα, το ίδιο κερί από τότε.
Πάντα τα χέρια αγγίζουν με χειρουργική προσοχή τα συρτάρια. Κάθε άγγιγμα και μια παγίδα, την αποφεύγω μονάχα αν βρω τη σωστή απάντηση, λίγο πριν ξαναθυμηθώ πως δεν υπάρχει σωστή απάντηση και λάθος, αφού όποια κι αν δώσω αρκεί. Τότε μόνο τα ανοίγω αργά και μεθοδικά, μ' ένα ελαφρύ - σχεδόν μεταφυσικό - τρέμουλο.
Δεν νίκησα, αλλά ούτε και νικήθηκα.
Η μυρωδιά της θάλασσας ερχόταν από μακριά, την έφερνε ένα απαλό καλοκαιρινό αεράκι.
"Είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα"
Ένα αεράκι που λίγο αργότερα μετατράπηκε σε μπόρα. Διαχρονική υπενθύμιση στη μνήμη, απ' αυτές που θυμάσαι όταν έχεις ξεχάσει να θυμηθείς. Αναβάτες του ονείρου του ο καθένας. Παιδιά που ανυπομονούσαν να μεγαλώσουν απορρίπτοντας τους κανόνες της ανήλικης πραγματικότητας, αρνούμενοι την νομοτέλειά της. Παιδιά που τις σχολικές εβδομάδες τους διαδέχονταν υπέροχες μέρες, ολοφώτεινες και φαινομενικά ατελείωτες, στα χώματα και την καυτή άμμο, με φαΐ στα βρώμικα και σαπουνόπερες στην τηλεόραση. Που έπιναν ηδύποτα ως επίφαση ενηλικίωσης. Λίγο πριν εξερευνήσουν τον κόσμο με τα ποδήλατά τους.
Λίγο πιο πέρα ένα οικόπεδο, γεμάτο ξερόχορτα και λαχανιασμένα απογεύματα μετά τον μεσημεριανό ύπνο που δεν παίρναμε ποτέ. Βρήκε χώρο απ' την μισάνοιχτη πόρτα που μπαίναμε παιδάκια και αστειεύτηκε μαζί μας. Σήκωσε απαλά απ' το χώμα τα σκονισμένα γάντια μας. Αυτά που φοράγαμε για να είμαστε έτοιμοι για κάθε μας αναμέτρηση, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα το μπαλάκι των προσδοκιών, πριν αφήσει το χέρι μας για να βρει κάποιο άλλο - τυχαία, μοναδικά. Κι ύστερα τα ίδια χέρια να βγάζουν τα γάντια κι αναψοκοκκινισμένα να αγγίζουν το τηλέφωνο με μια ανάσα που μαρτυράει κρυμμένα μυστικά και τα ψιθυρίζει αθόρυβα στο αυτί.
Έβαλα κι εγώ τότε το χέρι στην καρδιά και την παρατήρησα να συντονίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Τα κουρδισμένα αντανακλαστικά μου εκμυστηρεύτηκαν ότι η λύτρωση δεν χαρίζεται, παρά μόνο κερδίζεται και -προφανώς- όχι αναίμακτα. Πόσες ακόμη θερινές παύσεις πριν τη μεγάλη καταιγίδα; Πόσο γρήγορα να τρέξεις όταν σε πιάνουν ήδη οι πρώτες στάλες της βροχής; Μα εσύ αφήνεις το ποδήλατο στην άκρη και μπαίνεις σιγά κι αθόρυβα στη θάλασσα να κολυμπάς με παρέα τη βροχή και με το αεράκι να διαπερνάει το σώμα σου και να δίνεται ολοκληρωτικά σ' εκείνη την πλευρά του ονείρου.
Μιλάω λοιπόν
για συνθηκολόγηση. Κι όχι σύνθλιψη
Μιλάω για
αποδοχή κι όχι απομάκρυνση
Μιλάω για ό,
τι δε μπορούσα να μιλήσω
Έχεις γείρει στο τζάμι του λεωφορείου που σε πάει σπίτι. Η μέρα σου ήταν δύσκολη. Όπως κάθε μέρα πλέον. Το πρωί στις παραδόσεις και το απόγευμα στην προπόνηση. Το λεωφορείο περνά από μπροστά κι ανταλλάσσουμε ένα φευγαλέο βλέμμα. Είσαι ένα πρόσωπο άγνωστο και ταυτόχρονα ο πιο δικός μου άνθρωπος. Στο ακουμπισμένο στα πόδια σου σακίδιο βρίσκεται στριμωγμένο το αγαπημένο σου βιβλίο και μες στα παπούτσια σου έχεις ακόμη ίχνη απ' την καλοκαιρινή άμμο, την ίδια που πέρναγε μεσα από τα δάχτυλά σου καθώς περπάταγες βαριά πλάι στο νερό. Κλείνεις αβίαστα τα μάτια κι απολαμβάνεις τη μουσική στα ακουστικά του walkman. Παίζει μάλλον κάτι από Smiths ή Tori Amos, μια σαγηνευτική μελωδία ή ένα μελοδραματικό ξέσπασμα, ηχητική υπόκρουση στις πιο απαραβίαστες στιγμές εσωτερικής ανασκόπησης. Μετράς νοητά ένα-ένα τα ποτήρια της χτεσινής νύχτας, που ανέβηκες ζητώντας κάτι αόριστο, σαν άγγιγμα αυτοεπιβεβαίωσης. Τα άδοξα φλερτ, τα ανούσια ξενύχτια, τα τσιγάρα, τα ρούχα, τα αρώματα, τα πρόσωπα που σε βαραίνουν όλο και πιο πολύ. Γι' αυτό γέρνεις στο βρώμικο τζάμι του λεωφορείου. Σουρουπώνει και τα φώτα του δρόμου φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια το πρόσωπό σου, σκληρό και ταλαιπωρημένο μα συνάμα αινιγματικό, με μια απροσδιόριστη μελαγχολία .
Σε λίγες ώρες είναι Σάββατο βράδυ και θα βγεις με την παρέα σου σε μια από τις προβλέψιμες γειτονιές με τον πολύ κόσμο, τη δυνατή μουσική και τα λαμπερά φώτα. Θα κοιτάξεις τον κόσμο, θα σε κοιτάξει κι εκείνος. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και για λίγο αναμετράσαι με τις πιθανότητες. Τα σενάρια και οι - φαινομενικά - άπειρες διακλαδώσεις των επιλογών σε μπερδεύουν και ταράζεσαι, μα συνεχίζεις να αναρωτιέσαι. Και παραδίνεσαι μέσα της. Επιστρέφεις ύστερα στην πραγματικότητα και κλείνεις βιαστικά μέχρι πάνω το μαύρο φουσκωτό μπουφάν σου, λες και θες να κρατήσεις για πάντα στα σωθικά σου αυτό το συναίσθημα. Δε θυμάσαι πως ήταν. Ούτε πολύ καλά πως προέκυψε. Σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι όσο διαφορετικοί κι αν είμαστε, στο τέλος της ημέρας, ο καθένας μας κουβαλάει τα δικά του ζόρια, την αγωνία και τη λαχτάρα του. Όλοι μαζί κοινωνοί των ίδιων αναγκών. Σκέψεις της σειράς, η ώρα βλέπεις είναι η καταλληλότερη για τέτοιες ανάλαφρες διαπιστώσεις. Κι όμως αν αφήσεις για λίγο παραπάνω το βλέμμα σου πάνω τους θα έχεις κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην επίλυση του γρίφου. Κοιτάζεις εναλλάξ τον κόσμο στα πεζοδρόμια και κάνεις τα φανάρια σημάδια της διαδρομής, ελπίζοντας να μην αφαιρεθείς και κατέβεις σε άλλη στάση. Ξεχνιέσαι ονειροπολώντας, όπως πάντα. Μα η στάση σου είναι εκεί και σε περιμένει, φιλαράκι.
Θυμάσαι τι σου 'γραφα τότε; Πάντα έλεγες ότι με τον καιρό περνάνε όλα. Στην αρχή δεν το πίστευα. Ακόμα δεν είμαι σίγουρος, θέλω να σε πιστέψω αλλά κάτι σα να μ' εμποδίζει. Δίκιο πρέπει να 'χεις. Για να το λες κάτι θα ξέρεις. Μιλάει η εμπειρία. Βλέπω γνώριμα πρόσωπα, ανακαλώ προσωπικές τους ιστορίες που κάποιος κάπου κάποτε μου διηγήθηκε - τον κρατάω μέσα μου. Δικές μας ιστορίες - τις κρατάω μέσα μου όλες και μέσα τους βλέπω τα πολύχρωμα φώτα αυτής της πόλης και τα φανάρια της και τ' αυτοκίνητα και τους πεζούς και τα καταστήματα. Περνάει ο καιρός, ερωτήματα νέα προστίθενται στα παλιά, ερωτήματα παλιά βάφονται νέα, λάθη βαφτίζουμε συγχώρεση και οδεύουμε σε μια ολοκαίνουρια αυταπάτη. Παράτολμες σκέψεις και αναζητήσεις μιας αποχρώσας αλήθειας. Όλο και πιο κοντά σε ό,τι μοιάζει με υποψία. Σκιές, αμυδρό φως, σκοτάδια, προβολείς. Διαδρομή μέσα από εκατομμύρια τούνελ. Σε ζαλίσουν, με ζαλίζουν. Μας ζαλίζουν. Είναι η περιπέτεια λένε, το ταξίδι. Πάντα. Κοίτα να δεις που άλλο ένα κλισέ επιβεβαιώνεται. Τελικά, μερικές φορές είναι βολικά τα κλισέ. Θα γυρίζεις πίσω όσο κι αν το αποφεύγεις, μια επίσκεψη στο παρελθόν από ένα τραγούδι τυχαίο, ένα μισοφωτισμενο κτήριο στο κέντρο, ο ήχος της βραδινής θάλασσας, η δροσερή άμμος, ένα κάδρο, μια μυρωδιά, ο καλοκαιρινός αέρας και νιώθεις σα να μην πέρασε μια μέρα. Είναι τα κομμάτια που βρίσκεις και σκύβεις και μαζεύεις και κρατάς και στη διαδρομή σου πέφτουν και μετά σκύβεις να τα ξαναμαζέψεις κι ύστερα σου πέφτουν κι άλλα και τα μαζεύεις κι αυτά, μα τίποτα δε σε βγάζει απ'την πορεία σου, την αγέρωχη κι επίμονη. Πιάνεις τα κομμάτια στα χέρια κρατώντας τα σφιχτά, κάνεις να τα βάλεις κι άλλα κουμπώνουν, άλλα όχι. Όταν κουμπώνουν χαμογελάς, αν δεν κουμπώσουν δεν απελπίζεσαι, όλο και κάτι θα βρεθεί σύντομα για να ταιριάξεις στη θέση τους. Το κενό είναι ακάλυπτη αλήθεια. Η ιστορία είναι μια συρραφή γεγονότων ή μια σειρά από προσεκτικτά μελετημένες και τοποθετημένες υπο-ιστορίες; Μια περιπατητική μέρα με ανασκαφικές διαθέσεις είναι ικανή να φέρει πολλά στο φως. Και σιγά-σιγά ανακαλύπτεις ότι δεν πονάει πια. Δεν έγινε και τίποτα. Χαιρετιόμαστε, φιλιόμαστε, είμαι χαρούμενος για σένα. Θυμάμαι τα πάντα. Κρατάω το κομμάτι σου, είσαι εκεί. Είναι μέρα για χορό ή για θύμησες ή και όχι.
Θύμησες φθινοπωρινές.