Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Κασέτα

Η σκούρα καφετί ταινία της κασέτας έκανε το γνώριμο ήχο της. Δάγκωσα τα χείλη, μάντεψα πάνω κάτω την ώρα, τη γύρισα στην αρχή και πατώντας διστακτικά δυο κουμπιά την έβαλα ξανά να καταγράφει στιγμές, απ' αυτές που κάποτε φάνταζαν πολύ σημαντικές. Κάνω ησυχία και αποτολμώ ένα γερό μακροβούτι στην πολύχρωμη εικόνα. Το βλέμμα περιφέρεται ανενόχλητα στα φύκια που ξέβρασε το κύμα και χάνονται στο δρόμο μου. Κρατάω την ανάσα και κάτι σπαρταράει μέσα μου. Το φεγγάρι αναβοσβήνει ανάμεσα στα κερένια κυπαρίσσια κι οι σκιές του ακουμπούν στο μέτωπό μου. Ήταν πρωί, νύχτα ή μήπως ξημέρωμα; Δε θέλω να πικραίνομαι από μια ακόμη παρόρμηση, μα η φωνή σου με δικαιώνει.

Περπατάω παράτολμα και βρίσκομαι οριακά στη δίνη μιας κινούμενης άμμου. Ο κυβερνήτης ήλιος δίνει εντολές. Τα σύννεφα ελαφραίνουν, έρχονται σε αντίθεση με την τραχύτητα των γκρεμού που δε συγχωρεί κανέναν και τίποτα. Τα πετράδια που αφήσαμε να πέσουν απ'τις τσέπες πέφτουν άτσαλα και με αστραπιαία ταχύτητα πάνω στα βράχια παρασύροντας μας, στις όχθες της μνήμης, μιας μνήμης που λες και μηχανεύεται πάντα τους πιο πρωτότυπους τρόπους να μας εκπλήξει. Το θεραπευτικό χάδι αυτής της στιγμής το αποκαλούμε σήμερα βάλσαμο και αύριο του αλλάζουμε όνομα, το λέμε "δεύτερη πληγή".

Ξεκουράζω τη σκέψη μου ξαπλώνοντας στον καναπέ, η μέρα πέρασε σα σφηνάκι ursus στο μπιτς μπαρ. Βάζω τα κομμάτια να παίζουν ξανά και ξανά στο φορητό cd-player κι αναστενάζω από τους κραδασμούς των φωνών που ακούγονται σα να προσπαθούν να βγουν έξω για να με ταρακουνήσουν. Άλλο ένα σφηνάκι και μετά κι άλλο, κι ύστερα ακόμα ένα, μέχρι να ζαλιστώ απ' την ακαθόριστη μα οικεία αίσθηση της έγνοιας τους, που τους δάνεισες εσύ χωρίς να το ξέρεις. Στον ύπνο μου σε αγκάλιαζα κι ήταν σα να αγκάλιαζα την Ελλάδα.

Πίνακες κρεμασμένοι πάνω από χάρτινες ταπετσαρίες με γαλάζια και μωβ λουλούδια διακοσμούν τις ώρες της αδυσώπητης σιωπής. Έξω στη θάλασσα, ο άνεμος έχει κοπάσει και ίσα που αφήνει μόνο κάποιες απαλές ρυτίδες στο πρόσωπό της. Βλέπω καλοσυνάτες σκιές να περπατούν ξέγνοιαστα πλάι στο νερό. Κι ύστερα εμένα να βρίσκομαι στην άκρη της ακτής. Γιατί; Κάτι μέσα μου υπαγορεύει να προχωρήσω προς το κέντρο, κάπου ανάμεσα στα χαμηλά αρμυρίκια και τον -άλλοτε γαλακτερό κι αθώο και τώρα ξεφλουδισμένο κι ενοχικό- φράχτη, ώστε να μπω κι εγώ στο κυνήγι του θησαυρού. Αυτοσκοπός κάθε φορά η κατάκτησή του, που έρχεται πάντα με την εμμονή αυτής της κατάκτησης.

Το νεύμα αυτό είναι γλυκό - σα φιλί αποχωρισμού ή επιστροφής. Μιας επιστροφής που μας καλεί να διαπραγματευτούμε την ίδια συνθήκη με εχτές. Να δούμε ποιοι θα είναι αυτοί τη φορά οι όροι. Χώνουμε σε κουτιά, βαρέλια και σακούλες όπως όπως τους αναμνηστικούς όρους για να βάλουμε στη θέση τους πιο φρέσκους ή θυμόμαστε παλιούς και τους ανακατεύουμε μαζί. Κάνω χώρο και δίνω χρόνο σε κάθε ένα από αυτά τα κοχύλια να μου πει το καθένα τη δική του πλευρά της ιστορίας, μιας ιστορίας οικουμενικής. 

Τα περνάω σε μια κλωστή και τα σφίγγω πάνω μου δυνατά. Χάντρες πράσινες και λευκές. Φρεγάδες και ιπτάμενα χρόνια. Ναυπηγεία και συνδηλώσεις. Παραπατάω σε μια πέτρα και με πιάνεις απ'το μπράτσο. Κάθομαι με το στήθος στραμμένο προς την άλλη πλευρά του ονείρου, αυτήν που άφησες ημιτελή για να πιούμε καφέ με γάλα. Σταυρόλεξα που δεν τέλειωσαν ποτέ, δίπλα από εφημερίδες και καρπούζια με ζουμί, γλυκό σαν το πρώτο φιλί. Το γεύομαι και μαγεύομαι. Η κασέτα γυρνάει, με έναν αέναο τρόπο, σχεδόν εξασφαλίζει ότι θα παραμείνει στις ράγες. Αυτά τα χιλιόμετρα πλαστικών ιχνών, των γεμάτων με κατάφωρα σπαρακτικά, αλλά κι ενθαρρυντικά κι απελευθερωτικά μηνύματα. Σε δικαιώνουν γιατί τα κάνεις μέρος της ατομικής σου διαδρομής. 

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Μικρές ιστορίες


 
Το ραδιόφωνο στην αυλή του έπαιζε κάτι τελειωμένα λαϊκά, τύπου Κοντολάζος, Δελλή, Αντύπας· απ' αυτά που ψάχνουν εναγωνίως οι φορτηγατζήδες για να σκοτώσουν την πλήξη του δρομολογίου Κατερίνη-Αλεξανδρούπολη· πλήξη βαθειά και ακόρεστη, σαν την υπαρξιακή τους αγωνία, μα κι ανακουφιστική, σαν τη στάση για κατούρημα στην Ασπροβάλτα, στις 4 το χάραμα  κοντά σ'ενα χωράφι με καλαμπόκια που κάποιος άφησε αθέριστα. Μια πλήξη ωστόσο διακριτική και συμπονετική, που προσπαθούν να  καλύψουν, κρεμώντας πίσω απ'το κάθισμά τους ξεφτισμένα κασκόλ του Ολυμπιακού και της Μίλαν ή παλιότερα αφίσες γυμνόστηθων γυναικών, που κάποτε ονειρεύτηκαν πως θα γίνουν πριγκίπισσες.

Η ώρα ήταν περασμένη, χωρίς να βρίσκεται ακόμη εντός των ωρών κοινής ησυχίας - οι οποίες βέβαια συχνά συμπίπτουν με τις ώρες κοινής ανησυχίας. Το σάλπισμα του συνθεσάϊζερ που συνόδευε έναν μπαναλ παραπονιάρικο αμανέ ήταν αρκούντως δηλωτικό, κι όμως έκανε τον κυρ Χαράλαμπο να δακρύσει. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να συγκινείται. Χάϊδεψε τα άδεια μπουκάλια Άμστελ -αφού μόνο αυτήν έπινε - και αναστέναξε Πως 'φύγαν τοσα χρόνια ρε γαμώτο. Όσα χιλιόμετρα έγραψαν οι ρόδες του φορτηγού, άλλες τόσες σκέψεις ξερίζωνε σαν τα αγριόχορτα από τον κήπο του, την μόνη του παρηγοριά.

Συχνά-πυκνά τον έβλεπα με ένα σχετικά μικρό φτυάρι με κόκκινη λαβή και χωρίς γάντια. Ολο κάτι φύτευε κι ύστερα το ξεχνούσε, και μετά ξανά τα ίδια. Γέμιζαν, άδειαζαν οι λακκούβες, κι όλο με κάτι τις σκέπαζε· μ' ένα πανί για τη βροχή και το χιόνι, μ' ένα τραπέζι, μ' ένα κομμάτι ελενίτ που περίσσεψε από το στέγαστρο της αποθήκης. Κοίταζε τις λακκούβες και του 'μοιαζαν με κενοτάφια προσδοκιών.

Θυμάμαι ακόμα τα σύκα της κυρα Σοφίας, σε πιατάκι διακοσμημένο με μοτίβα με ρόμβους και γαλάζιες λεπτομέρειες, κοινός τόπος μιας Ελλάδας που ξύπναγε χαράματα χωρίς να τη ρωτήσουν κι άνοιγε βαριεστημένα την τηλεόραση, όπως κάποιος άλλος θα άνοιγε το ψυγείο του -αδιάφορα, θα 'λεγε κανείς περισότερρο με καταστολή έμοιαζε αυτή η κίνηση παρά με παρακίνηση λόγω μιας συγκεκριμένης ανάγκης. Δε μου άρεσαν τα σύκα, ωστόσο μου άρεσε ο τρόπος που έτεινε το χέρι της με το πιατάκι πάνω από τα λιγούστρα που φροντίζαμε εκ περιτροπής.

Η ανιδιοτέλεια και η γλυκιά υπενθύμισης της γενναιοδωρίας ως αρετής που δε χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με μάχες που δεν υποπτεύεσαι ότι μπόρεσες να δώσεις. Πως κατάφερνε και τα συμπύκνωνε όλα σε ένα χαμόγελο. Είχε καιρό πια που δεν έκλεινε τόσα ραντεβού στο κωμμωτήριο. Δεν είχε, βλέπεις, χρόνο για τις απαιτητικές κυρίες που αποφάσιζαν να κάνουν ίσιωμα λίγο πριν πάνε σε κάποια επιθεωρισιακή κωμωδία. Αν και σχολαστική η ίδια, προτιμούσε να σχολάσει τον εαυτό της και να κάνει παρέα στην ετοιμόγεννη νύφη της. Της χτυπούσε το κουδούνι, και μ' ένα γνέψιμο του κεφαλιού της είχε ήδη πει ό,τι χρειαζόταν να ακούσει.

Κι εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι δεν ζητούσαν πολλά από τον κόσμο, από τον ίδιο κόσμο που τους είχε ήδη πάρει πολλά. Μα που ήταν διατεθειμένος να τους τα δώσει πίσω.