Η σκούρα καφετί ταινία της κασέτας έκανε το γνώριμο ήχο της. Δάγκωσα τα χείλη, μάντεψα πάνω κάτω την ώρα, τη γύρισα στην αρχή και πατώντας διστακτικά δυο κουμπιά την έβαλα ξανά να καταγράφει στιγμές, απ' αυτές που κάποτε φάνταζαν πολύ σημαντικές. Κάνω ησυχία και αποτολμώ ένα γερό μακροβούτι στην πολύχρωμη εικόνα. Το βλέμμα περιφέρεται ανενόχλητα στα φύκια που ξέβρασε το κύμα και χάνονται στο δρόμο μου. Κρατάω την ανάσα και κάτι σπαρταράει μέσα μου. Το φεγγάρι αναβοσβήνει ανάμεσα στα κερένια κυπαρίσσια κι οι σκιές του ακουμπούν στο μέτωπό μου. Ήταν πρωί, νύχτα ή μήπως ξημέρωμα; Δε θέλω να πικραίνομαι από μια ακόμη παρόρμηση, μα η φωνή σου με δικαιώνει.
Περπατάω παράτολμα και βρίσκομαι οριακά στη δίνη μιας κινούμενης άμμου. Ο κυβερνήτης ήλιος δίνει εντολές. Τα σύννεφα ελαφραίνουν, έρχονται σε αντίθεση με την τραχύτητα των γκρεμού που δε συγχωρεί κανέναν και τίποτα. Τα πετράδια που αφήσαμε να πέσουν απ'τις τσέπες πέφτουν άτσαλα και με αστραπιαία ταχύτητα πάνω στα βράχια παρασύροντας μας, στις όχθες της μνήμης, μιας μνήμης που λες και μηχανεύεται πάντα τους πιο πρωτότυπους τρόπους να μας εκπλήξει. Το θεραπευτικό χάδι αυτής της στιγμής το αποκαλούμε σήμερα βάλσαμο και αύριο του αλλάζουμε όνομα, το λέμε "δεύτερη πληγή".
Ξεκουράζω τη σκέψη μου ξαπλώνοντας στον καναπέ, η μέρα πέρασε σα σφηνάκι ursus στο μπιτς μπαρ. Βάζω τα κομμάτια να παίζουν ξανά και ξανά στο φορητό cd-player κι αναστενάζω από τους κραδασμούς των φωνών που ακούγονται σα να προσπαθούν να βγουν έξω για να με ταρακουνήσουν. Άλλο ένα σφηνάκι και μετά κι άλλο, κι ύστερα ακόμα ένα, μέχρι να ζαλιστώ απ' την ακαθόριστη μα οικεία αίσθηση της έγνοιας τους, που τους δάνεισες εσύ χωρίς να το ξέρεις. Στον ύπνο μου σε αγκάλιαζα κι ήταν σα να αγκάλιαζα την Ελλάδα.
Πίνακες κρεμασμένοι πάνω από χάρτινες ταπετσαρίες με γαλάζια και μωβ λουλούδια διακοσμούν τις ώρες της αδυσώπητης σιωπής. Έξω στη θάλασσα, ο άνεμος έχει κοπάσει και ίσα που αφήνει μόνο κάποιες απαλές ρυτίδες στο πρόσωπό της. Βλέπω καλοσυνάτες σκιές να περπατούν ξέγνοιαστα πλάι στο νερό. Κι ύστερα εμένα να βρίσκομαι στην άκρη της ακτής. Γιατί; Κάτι μέσα μου υπαγορεύει να προχωρήσω προς το κέντρο, κάπου ανάμεσα στα χαμηλά αρμυρίκια και τον -άλλοτε γαλακτερό κι αθώο και τώρα ξεφλουδισμένο κι ενοχικό- φράχτη, ώστε να μπω κι εγώ στο κυνήγι του θησαυρού. Αυτοσκοπός κάθε φορά η κατάκτησή του, που έρχεται πάντα με την εμμονή αυτής της κατάκτησης.
Το νεύμα αυτό είναι γλυκό - σα φιλί αποχωρισμού ή επιστροφής. Μιας επιστροφής που μας καλεί να διαπραγματευτούμε την ίδια συνθήκη με εχτές. Να δούμε ποιοι θα είναι αυτοί τη φορά οι όροι. Χώνουμε σε κουτιά, βαρέλια και σακούλες όπως όπως τους αναμνηστικούς όρους για να βάλουμε στη θέση τους πιο φρέσκους ή θυμόμαστε παλιούς και τους ανακατεύουμε μαζί. Κάνω χώρο και δίνω χρόνο σε κάθε ένα από αυτά τα κοχύλια να μου πει το καθένα τη δική του πλευρά της ιστορίας, μιας ιστορίας οικουμενικής.
Τα περνάω σε μια κλωστή και τα σφίγγω πάνω μου δυνατά. Χάντρες πράσινες και λευκές. Φρεγάδες και ιπτάμενα χρόνια. Ναυπηγεία και συνδηλώσεις. Παραπατάω σε μια πέτρα και με πιάνεις απ'το μπράτσο. Κάθομαι με το στήθος στραμμένο προς την άλλη πλευρά του ονείρου, αυτήν που άφησες ημιτελή για να πιούμε καφέ με γάλα. Σταυρόλεξα που δεν τέλειωσαν ποτέ, δίπλα από εφημερίδες και καρπούζια με ζουμί, γλυκό σαν το πρώτο φιλί. Το γεύομαι και μαγεύομαι. Η κασέτα γυρνάει, με έναν αέναο τρόπο, σχεδόν εξασφαλίζει ότι θα παραμείνει στις ράγες. Αυτά τα χιλιόμετρα πλαστικών ιχνών, των γεμάτων με κατάφωρα σπαρακτικά, αλλά κι ενθαρρυντικά κι απελευθερωτικά μηνύματα. Σε δικαιώνουν γιατί τα κάνεις μέρος της ατομικής σου διαδρομής.


