Περίεργο που είναι να έχεις μια μετάβαση στην τσέπη, σα διπλωμένο ραβασάκι, σε ένα καλοκαίρι που είναι και λίγο φθινόπωρο, που τρέχει στο δέρμα σαν ιδρώτας και θολώνει τα όρια της σκέψης. Κι εγώ στριμώχνομαι να θυμηθώ.
Τω καιρώ εκείνω η φωνή σου με βοηθούσε να θέτω τα καθημερινά μου ερωτήματα.
Ο ήχος απ' τις βαριές τους μπότες έμοιαζε εκκωφαντικός, κι όμως η γη από κάτω δοκίμαζε άλλες σεισμικές δονήσεις.
Επίγειοι φόβοι έπαιζαν μπάλα με ιδεολογίες και τον νόμο των πιθανοτήτων και κατέληγαν αβίαστα, ανεμπόδιστα σε μια τρυφερή γαλήνια προοπτική.
Σε αγκάλιαζα ελεύθερα κι αναπολογητικά στο παγκάκι έξω απ' την εκκλησία και είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Ποτήρια, στόματα και σώματα γεμάτα ρωγμές, στιγμές ανατριχίλας, διάστικτα μυστικά και ψέμματα, ανομολόγητους πειρασμούς κι ενοχικά περάσματα μπροστά τους.
Τα περιβόλια μύριζαν πανέμορφα, μικρές βιολέτες έκαναν παρέα με πολύχρωμους ιβίσκους ενώ κυκλάμινα έλαμπαν δίπλα σε γαλάζια μη-με-λησμόνει.
Άφηνα τους δίσκους στο κρεβάτι και ξεχνώντας τους δείκτες και τα σημάδια τους, ξάπλωνα· μα ο αέρας μου έφερνε πυρετό.
Έξω έβρεχε σπάνια κι έβλεπες τα δέντρα να πετούν ανέμελα κι ασυντόνιστα τα τελευταία τους φύλλα. Η υποταγή έσπαγε σαν ξερό κλαδί όπως συνήθως συμβαίνει μετά από ένα γενναίο βήμα.
Ήταν όμως κι αυτή η αναμονή, που καμιά φορά παίρνει το χρώμα της διάψευσης και σε μπερδεύει.
Συχνά από τις γρίλιες γλίστραγε αθόρυβα μια αόριστη επιθυμία - σαν απειλή ή σα λύτρωση.
Τα παράθυρα φάνταζαν τεράστια και άδεια κι όμως μαζί τους χαλάρωνα κάπως.
Χάζευα το φεγγάρι απέναντι μου που μου 'λεγε κρυφά στο αυτί πανέμορφες ιστορίες. Τις άκουγα και ξημέρωνε.